
Kathimerini.com.cy
Έκθεση δημοσιοποίησε η Επίτροπος Διοικήσεως σχετικά με παράπονο που δέχτηκε και αφορά την καθυστέρηση στην έκδοση Προξενικού Πιστοποιητικού γέννησης παιδιού. Όπως αναφέρεται στην έκθεση η συγκεκριμένη αίτηση είναι στο περίμενε από τον Απρίλιο του 2019 για τον λόγο ότι «ζητήθηκε, από το τότε Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), όπως προσκομιστεί αιματολογική ή γενετική εξέταση του πατέρα από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, για να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου». Όπως αναφέρει στα γεγονότα που εξέτασε η Επίτροπος ο Γ.Α αναγνώρισε το παιδί σε Κυπριακό Δικαστήριο.
Στα συμπεράσματα της η κυρία Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη αναφέρει τα ακόλουθα, «στην υπό κρίση υπόθεση το ΤΑΠΜ απαίτησε την λήψη δείγματος DNA για την διαπίστωση πατρότητας του ανήλικου τέκνου της παραπονούμενης από τον κατ’ισχυρισμό πατέρα του, χωρίς να προνοείται τέτοια δυνατότητα από οποιαδήποτε σχετική νομοθεσία η οποία θα έθετε και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες τέτοια εξέταση θα ήταν απολύτως αναγκαία και επιτρεπτή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνά μου, η αναφερόμενη πρακτική της εμπλεκόμενης υπηρεσίας δεν βρίσκει μέχρι στιγμής, νόμιμο έρεισμα καθότι δεν έχει ακόμη προωθηθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η τροποποίηση του περί Αρχείου Πληθυσμού (Αρ.2) Νόμου του 2022 για παροχή δικαιώματος στον Ληξίαρχο να αξιώσει τη διενέργεια γενετικής εξέτασης DNA για σκοπούς έκδοσης πιστοποιητικού γεννήσεως, με ταυτόχρονη απαγόρευση επεξεργασίας του αποτελέσματος της γενετικής εξέτασης καθ΄ οποιοδήποτε άλλο λόγο, πέραν του εν λόγω σκοπού».
Συνεχίζοντας τονίζει ότι, «η ανάγκη τέτοιας τροποποίησης, εγκρίθηκε μεν από το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 6 Ιουλίου 2022, αλλά έκτοτε παραμένει σε εκκρεμότητα η ψήφιση του νομοσχεδίου. Προκύπτει, συναφώς, ότι το Τμήμα ζητά να λάβει προσωπικές γενετικές πληροφορίες του ατόμου, σε αυτή τη περίπτωση, μέσω εξέτασης DNA, ώστε να επιβεβαιωθεί η βιολογική σχέση του ατόμου με το παιδί, με τρόπο που να εισέρχεται στη σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής αυτονομίας του εν λόγω προσώπου χωρίς την ύπαρξη σχετικής νομοθεσίας η οποία αφενός να επιτρέπει τέτοια δυνατότητα αφετέρου να μπορεί να αξιολογηθεί αν το αίτημα για εξέταση DNA, δικαιολογείται υπό την εφαρμογή των αρχών της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας».
Σχετικά με την πρακτική που ακολουθεί η το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης καταγράφονται τα εξής, «αναντίλεκτα προκύπτει ότι η υπό αναφορά πρακτική του Τμήματος, λαμβάνει χώρα στην απουσία οποιουδήποτε νομοθετικού πλαισίου που να την επιτρέπει. Συνεπώς, η οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγησή της πρακτικής αυτής , σε σχέση με το κατά πόσο αυτή μπορεί να κριθεί δικαιολογημένη στα πλαίσια ενός νόμιμου σκοπού, της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, σε μια δημοκρατική κοινωνία, δεν καθίσταται δυνατή, ελλείψει της ύπαρξης του αναγκαίου νομοθετικού ερείσματος».
Καταληκτικά η Επίτροπος Διοικήσεως εισηγείται όπως, «καταλήγω στο ότι η πρακτική που ακολουθείται από το Τμήμα σε σχέση με την απαίτηση διενέργειας εξέτασης DNA ώστε να επαληθευθεί η πατρότητα παιδιών από αλλοδαπές μητέρες και Κύπριους πατέρες που έχουν, μάλιστα, προβεί σε δικαστική αναγνώριση των παιδιών, συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή των ενδιαφερόμενων, εκτός των ορίων της αρχής της νομιμότητας -δεδομένης της έλλειψης σχετικού νομικού πλαισίου. Δεδομένου ότι, μετά την ίδρυση του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, τα ζητήματα που πηγάζουν από το περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο, όπως το παρόν θέμα, εμπίπτουν, πλέον στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με την εισήγηση όπως προωθηθεί τάχιστα η λήψη σχετικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση των ενδιαφερόμενων για έκδοση Προξενικού Πιστοποιητικού Γέννησης του παιδιού τους, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση, υπό το φως των παρατηρήσεων που αναφέρονται στην παρούσα Έκθεση».