Χρήστος Ζαβός
Κατ’ αρχήν χρόνια πολλά στην ΑΕΛ. Όχι μόνο 88, χίλια να ναι τα χρόνια της και να πρεσβεύει ότι ακριβώς πρεσβεύει από το 1930, όταν κάποιοι πρωτοπόροι για την εποχή τους ίδρυσαν ένα σωματείο μακριά από ακρότητες, πολιτικές ή κομματικές σκοπιμότητες. Να παραμείνει δηλαδή ένα αμιγώς αθλητικό σωματείο.
Όσον αφορά το χθεσινό ματς με τους μικρούς, είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον στην κοινή γνώμη εξελίχθηκε σαν ένα crash τεστ για το πώς αποδέχεται την «κάρτα φιλάθλου» ο κόσμος. Και ως τέτοιο, αποδείχθηκε ξεκάθαρα ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί τροχοπέδη για τον περισσότερο κόσμο που επιθυμεί να πάει στο γήπεδο. Δεν γουστάρει και δεν το αποδέχεται. Για χίλιους δύο λόγους που μόνο κοινωνιολόγοι θα μπορούσαν ν’ αναλύσουν.
Οι Αελίστες ως όφειλαν, έστειλαν όντως ένα ηχηρό μήνυμα, φοβάμαι σε ανθρώπους της εξουσίας που δεν πολύ νοιάζονται. Αντιθέτως οι συμπεριφορές τους δείχνει να είναι μπολιασμένες από ένα προσωπικό ή κομματικό γινάτι που λειτουργεί εις βάρος του αθλήματος.
Άτομα που χωρίς καμία μελέτη, αγνοώντας τον δημόσιο διάλογο, χωρίς να συμβουλευτούν ή να επικοινωνήσουν με ειδικούς ή εμπλεκόμενους, λανσάροντας την πλέον αντιδημοκρατική μέθοδο του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», μοιάζουν παγιδευμένοι μες τις αποφάσεις τους. Εάν όντως δηλαδή κόπτονται ή αφουγκράζονται τον παλμό του κοινού και των οπαδών, κάτι που πολύ φοβάμαι ότι δεν ισχύει.
Όπως και να χει, η ιστορία με την κάρτα τείνει να μοιάσει με μια ιστορία του Βυζαντίου όταν ο λαός τότε χωρίστηκε σε «εικονομάχους» και «εικονολάτρες». Η συζήτηση δε, γύρω από το θέμα κατάντησε να έχει το ίδιο τέλος, που έχουν διαχρονικές συζητήσεις στην κυπριακή κοινωνία του τύπου «Μακαριακοί» και «Γριβικοί», «δεξιοί και αριστεροί». Η κάθε δηλαδή γνώμη, έχει τα δικά της επιχειρήματα τα οποία επαναλαμβάνονται κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς όμως να φτάνουμε σε κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα.
Η ζωή όμως δεν είναι μαύρο ή άσπρο. Η πραγματικότητα δεν είναι Χ ή Ψ. Δεν είναι «κάρτα» ή «χωρίς κάρτα». Είναι μια πολυσύνθετη κατάσταση και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε εάν θέλουμε να βελτιωθούμε.
Επί τούτου, μιλώντας για την «κάρτα» εάν είναι δηλαδή χρήσιμη ή όχι, νομίζω ότι δεν αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα. Ακριβώς γιατί το σοβαρότερο πρόβλημα έχει να κάνει με την απουσία του κόσμου από τα γήπεδα, μ’ αποτέλεσμα το ποδόσφαιρο στην Κύπρο να παίζεται χωρίς την παρουσία των οπαδών.
Και είναι αυτό επιτέλους που πρέπει να συζητηθεί από τους αρμόδιους και τίποτα άλλο. Παρά να παίρνουν κομματικές εντολές, παρά ν’ ασχολούνται με τα προσωπικά ή οικονομικά τους συμφέροντα οφείλουν να λύσουν το πρόβλημα που στο κάτω, κάτω της γραφής αυτοί δημιούργησαν.
Το φαινόμενο αποχής από τα γήπεδα, δεν είναι φετινό αντιθέτως κρατάει χρόνια. Είδατε ή ακούσατε κάποιον ν’ αναλύει τους λόγους της αποχής του κόσμου; Είδατε ή ακούσατε κάποιον να μιλά ακόμη και για το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα ή στην κοινωνία γενικότερα; Είδατε ή ακούσατε κάποιον ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες του γι’ αυτή την κατάσταση; Είδατε ή ακούσατε κάποιον να παρουσιάζει ένα πλάνο για το πώς θα επιστρέψει ο κόσμος στα γήπεδα;
Τίποτα απολύτως. Η «κάρτα», το έχω ξαναγράψει λειτουργεί σαν παραισθησιογόνο που δεν μας αφήνει να δούμε την πραγματικότητα. Ένα ολόκληρο κοινωνικό κίνημα περιστρέφεται γύρω από την κάρτα και κάποιοι αρμόδιοι που αποδεικνύονται ανίκανοι κρύβονται γύρω απ’ αυτήν.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να έχουμε χαζέψει οι πάντες. Χαζέψαμε αγνοώντας την ουσία του θέματος και φυσικά χαζεύουμε βλέποντας 3000 οπαδούς στην Ανατολική του Τσιρείου. Χαζέψαμε σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και το αυτονόητο, η παρουσία δηλαδή του κόσμου στα γήπεδα, αποτελεί αιτία χαράς για όλους όσους μεγάλωσαν πάνω στις κερκίδες. Και μιλάμε για «νίκη κατά της κάρτας» και πετάγεται ο άλλος και λέει ότι «χρειάζεται χρόνο η κάρτα»… και η «κάρτα», «η κάρτα»…. χαζέψαμε εντελώς.