
Στις 9 Αυγούστου του 1996 αποκαλύφθηκε ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα στην Ελλάδα, που εξακολουθεί να προκαλεί ανατριχίλα σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης, 24χρονος τότε, φοιτητής της Νομικής, σκότωσε και τεμάχισε πέντε μέλη της οικογένειάς του, στη Θάσο, σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα, που κατόρθωσε να κρατήσει κρυφό επί 3 μήνες. Στο διάστημα αυτό μετέφερε τα διαμελισμένα κορμιά τους μέσα σε μαύρες σακούλες με το το φέρι μποτ, για να τα πετάξει σε χωματερή της Καβάλας. Θύματα, οι δύο γονείς του, Μαρία και Δημήτρης, η αδερφή του, η γιαγιά του και ο θείος του.
Ένα τυχαίο μπλόκο της αστυνομίας στις 21 Ιουλίου, ήταν η αρχή για την αποκάλυψη της φρίκης. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν όπλα και έγινε ο νούμερο ένα ύποπτος.
Στις 9 Αυγούστου, ομολόγησε τις δολοφονίες των μελών της οικογένειάς του, και οι λεπτομέρειες όπως τις περιέγραψε και αργότερα κατά την απολογία του στο δικαστήριο, έδειξαν ένα αρρωστημένο μυαλό, (σ.σ. έπασχε από σχιζοφρένεια).
«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» είχε πει στην απολογία του: «Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Έπρεπε να φύγω από τη μέση με κάθε τρόπο. Είχαν το στίγμα από το πρόβλημα της αδελφής μου, αν προστίθετο και το δικό μου, θα ήταν καταστροφή. Θα αποδεικνυόταν ότι ο πατέρας μου, ο ατσαλάκωτος διευθυντής του σχολείου, στη ζωή του ήταν ένας βρώμικος άνθρωπος. Εξάλλου, έξω στην κοινωνία, έτσι κι αλλιώς, δεν τον πολυσυμπαθούσαν».
«Είχα καταλάβει το σχέδιό τους, τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν»
Σε άλλο σημείο, περιγράφοντας τη σφαγή υποστήριξε, πώς έσπρωξε τον θείο του με τον οποίο είχε πάει βόλτα να μιλήσουν στο αρχαίο θέατρο. «Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων, κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί, και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι».
Για τους φόνους των γονιών του και της αδερφής του είχε πει: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι. Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι (η μητέρα του). Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι».
Ωστόσο, η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι η μητέρα του, η Μαρία είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι, ενώ είχε πει και για την αδερφή του, πως κρατούσε και εκείνη μαχαίρι. Την επόμενη μέρα (στις 20 Μαΐου), τους επισκέφτηκε όπως συνήθιζε, η γιαγιά του η Ερμιόνη, η οποία με το που μπήκε δέχτηκε μια μαχαιριά στην καρδιά. Στην ομολογία του, είχε πει και κι αυτή «άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τί να έκανα κι εγώ, την σκότωσα»!
Τεμάχιζε τα πτώματα ακούγοντας Τσαϊκόφσκι
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ξεκίνησε να τεμαχίζει τα πτώματα της οικογένειάς του, ακούγοντας… Τσαϊκόφσκι. Έκοψε τα κρανία τους με σιδηροπρίονο και αφαίρεσε τους εγκεφάλους τους. Μετά τους τοποθέτησε σε πιάτο και τους έβαλε στο ψυγείο, καθώς όπως είχε πει, ήθελε να τους μελετήσει.
«Δύο-τρεις εγκεφάλους τούς έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;».
Τελικά, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τα σχέδια του. Δεν μελέτησε ποτέ τους εγκεφάλους, διότι όπως ο ίδιος είπε: «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω (σ.σ.: το πιάτο) είχε αλλοιωθεί και το πέταξα».
Στους τοίχους είχε γράψει με αίμα τη λέξη «λάθος»!
Στον ανακριτή είχε πει «δεν μετανιώνω για τίποτα», ενώ δεν είχε δεχθεί δικηγόρο, ζητώντας να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του.
Του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή, οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, όπως επίσης και για περιύβριση νεκρού και καταδικάστηκε σε 5 φορές ισόβια.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης στα 47 του από ανακοπή καρδιάς, στις 12 Φεβρουαρίου του 2019.
Πηγή: newsbomb