
ΚΥΠΕ
Η επιβίωση και το μέλλον της Ουκρανίας κυριαρχήσαν την προηγούμενη εβδομάδα στον διεθνή Τύπο, με τους αναλυτές να εστιάζουν στην κρίσιμη σημασία της εσωτερικής δημοκρατικής συνοχής για την ανθεκτικότητα της χώρας. Η συζήτηση επεκτάθηκε επίσης στην μεταπολεμική ανοικοδόμηση, η οποία προσεγγίζεται τόσο ως μια τεράστια οικονομική ευκαιρία για την Ευρώπη, όσο και μέσα από το ιστορικό πρίσμα της Φινλανδίας ως πιθανού μοντέλου για την ειρήνη.
Παράλληλα, η ειδησεογραφία εστίασε τις προθέσεις του Ισραήλ για προσάρτηση της Δυτικής Όχθης και την ανάλυση της οικονομίας η οποία είναι δομημένη γύρω από τον πόλεμο. Αναλύθηκαν επίσης ο αυξανόμενος ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή μέσα από αντικρουόμενες οπτικές, καθώς και οι μέθοδοι με τις οποίες χώρες υπό καθεστώς κυρώσεων, όπως η Ρωσία, εκμεταλλεύονται κενά στη νομοθεσία για να συνεχίσουν το εμπόριο.
Ο δυτικός Τύπος
Στο άρθρο γνώμης «Τα πραγματικά όρια της Ουκρανικής ισχύος», που δημοσιεύτηκε στο Foreign Affairs (ημερομηνία πρόσβασης 4 Σεπτεμβρίου), η συγγραφέας Nataliya Gumenyuk υποστηρίζει ότι εν μέσω της μειωμένης υποστήριξης από τις ΗΠΑ, η επιβίωση της Ουκρανίας εξαρτάται πλέον σε κρίσιμο βαθμό από την εσωτερική κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική λογοδοσία. Κεντρικό παράδειγμα αποτελούν οι μαζικές διαδηλώσεις του Ιουλίου 2025 στο Κίεβο, οι οποίες δεν αφορούσαν τον πόλεμο, αλλά τη διαμαρτυρία κατά ενός νόμου που υπονόμευε την ανεξαρτησία των εθνικών υπηρεσιών καταπολέμησης της διαφθοράς. Αυτή η εξέγερση αποκάλυψε την αποφασιστικότητα των πολιτών να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς, ακόμη και σε καιρό πολέμου, αναγκάζοντας την κυβέρνηση του Προέδρου Ζελένσκι να ανακαλέσει τον νόμο. Η Gumenyuk τονίζει ότι, ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και η προοπτική ειρήνης είναι μακρινή, η πραγματική μάχη της Ουκρανίας δίνεται και στο εσωτερικό μέτωπο. Η ικανότητα της χώρας να διατηρήσει την ενότητα και την «εμπιστοσύνη εν καιρώ πολέμου» μεταξύ κράτους και κοινωνίας είναι εξίσου σημαντική με τη στρατιωτική της ανθεκτικότητα για την επιβίωσή της.
«Τι θα μπορούσε η Φινλανδία να διδάξει στην Ουκρανία για τον πόλεμο και την ειρήνη» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του περιοδικού The Economist (ημερομηνία πρόσβασης 4 Σεπτεμβρίου). Το περιοδικό αναλύει το ιστορικό προηγούμενο της Φινλανδίας ως ένα πιθανό, αν και οδυνηρό, μοντέλο για το μέλλον της Ουκρανίας. Στο άρθρο ο Πρόεδρος της Φινλανδίας, Alexander Stubb, υποστηρίζει ότι η εμπειρία της χώρας του μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί ουσιαστικά μια νίκη, καθώς, παρότι αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 10% των εδαφών της στη Σοβιετική Ένωση, κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία της. Η πολιτική της «Φινλανδοποίησης» που ακολούθησε —αποφυγή πρόκλησης της Μόσχας με τη διατήρηση της ουδετερότητας— μπορεί να θεωρήθηκε από τον έξω κόσμο ως υποταγή, αλλά εσωτερικά ήταν μια πράξη ρεαλισμού που επέτρεψε στη χώρα να οικοδομήσει ένα από τα πιο ευημερούντα και δίκαια κράτη της Ευρώπης. Η επιτυχία αυτή βασίστηκε στην εσωτερική συνοχή, την «ολοκληρωτική άμυνα», αλλά και μια κοινωνία που αισθανόταν ότι είχε «κάτι που άξιζε να υπερασπιστεί». Ο Stubb καταλήγει ότι η Ουκρανία καλείται να κάνει μια παρόμοια επιλογή: να επικεντρωθεί στην εσωτερική ανασυγκρότηση και την καταπολέμηση της διαφθοράς για να χτίσει ένα ισχυρό μέλλον.
Στο άρθρο «Η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας είναι μια ευκαιρία για τις ευρωπαϊκές εταιρείες», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Financial Times (ημερομηνία πρόσβασης 3 Σεπτεμβρίου), τονίζεται ότι η ανάκαμψη της χώρας αποτελεί μια τεράστια επιχειρηματική ευκαιρία, κυρίως για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το συνολικό κόστος της ανοικοδόμησης εκτιμάται σε 524 δισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη δεκαετία, με τον ιδιωτικό τομέα να αναμένεται να επενδύσει περίπου το ένα τρίτο αυτού του ποσού. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας, της χρηματοδότησης από την ΕΕ και της εμπειρίας τους στα περιφερειακά πρότυπα. Το ενδιαφέρον, όπως φαίνεται από τις αναφορές δεκάδων εταιρειών, εστιάζεται στην αποκατάσταση υποδομών όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και η στέγαση. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην «πράσινη» ανοικοδόμηση, με επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σύγχρονα, ενεργειακά αποδοτικά κτίρια. Εταιρείες όπως η Kingspan και η Vestas έχουν ήδη ανακοινώσει σχετικά έργα. Παρά τα υπαρκτά προβλήματα, όπως το υψηλό κόστος εργασίας και η αστάθεια, η διαδικασία χρηματοδότησης έχει ήδη ξεκινήσει, σηματοδοτώντας μια πιθανή επενδυτική στροφή από την άμυνα στην ειρήνη.
Στο δημοσίευμα της Paula Soler με τίτλο «Κενά στο σύστημα νηολόγησης πλοίων υπονομεύουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας – έκθεση», που δημοσιεύτηκε στο Euronews, αναδεικνύεται πώς οι ανεπαρκείς έλεγχοι στο παγκόσμιο σύστημα νηολόγησης επιτρέπουν την εκτεταμένη παράκαμψη των διεθνών κυρώσεων. Βασιζόμενο σε έκθεση του think tank Royal United Services Institute (RUSI), το κείμενο εξηγεί ότι χώρες όπως η Ρωσία χρησιμοποιούν έναν «σκιώδη στόλο» και την τακτική της συνεχούς αλλαγής σημαίας (flag hopping) για να αποκρύπτουν την ιδιοκτησία των πλοίων και να συνεχίζουν ανεμπόδιστα το παράνομο εμπόριο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην ευκολία με την οποία τα πλοία μπορούν να νηολογηθούν σε χώρες με χαλαρούς ελέγχους, όπως το Καμερούν και η Γκάμπια, υπονομεύοντας τις προσπάθειες αυστηροποίησης των μεγαλύτερων νηολογίων. Η έκθεση χαρακτηρίζει τα υπάρχοντα μέτρα ανεπαρκή, τονίζοντας ότι ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO) δεν έχει την εξουσία να σταματήσει αυτή την πρακτική. Ως μόνη βιώσιμη λύση προτείνεται μια ριζική συστημική μεταρρύθμιση, με την εμπλοκή του διεθνούς οργανισμού κατά του ξεπλύματος χρήματος (FATF), προειδοποιώντας ότι χωρίς δράση, το παράλληλο αυτό σύστημα θα συνεχίσει να επεκτείνεται.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
Στο άρθρο με τίτλο «Η προσάρτηση της Δυτικής Όχθης», που δημοσιεύτηκε στο δίκτυο Al Arabiya στις 2 Σεπτεμβρίου, ο συγγραφέας Amr Al-Shobaki αναλύει τη διακηρυγμένη πρόθεση του Ισραήλ να προσαρτήσει μεγάλα τμήματα της Δυτικής Όχθης, μια κίνηση που αποτελεί απειλή και για τις ευρωπαϊκές χώρες που εξετάζουν την αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους. Ο συγγραφέας επισημαίνει την τεράστια αντίφαση μεταξύ της διεθνούς κοινότητας, που υποστηρίζει σθεναρά τη λύση των δύο κρατών, και της ολοένα και πιο ακραίας στάσης της ισραηλινής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση Νετανιάχου όχι μόνο απορρίπτει αυτή τη λύση, αλλά επιδιώκει ενεργά να την καταστήσει αδύνατη μέσω της προσάρτησης και της προώθησης του οράματος του «Μεγάλου Ισραήλ», το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη κατοχή της Γάζας και τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων. Ο Al-Shobaki υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση είναι πρωτοφανής, καθώς το Ισραήλ δεν προσφέρει καμία εναλλακτική λύση πέρα από την κατοχή. Συμπεραίνει ότι, παρά τον εξτρεμισμό της ισραηλινής ηγεσίας, η διεθνής πίεση, με κυριότερο εργαλείο την επίσημη αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους, είναι απολύτως αναγκαία και πρέπει να συνεχιστεί.
Στο άρθρο γνώμης «Το Ισραήλ γεννήθηκε για πόλεμο και ευημερεί χάρη σε αυτόν», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Haaretz στις 2 Σεπτεμβρίου, ο συγγραφέας Odeh Bisharat υποστηρίζει ότι η οικονομική ανθεκτικότητα του Ισραήλ εν μέσω πολέμου δεν είναι θαύμα, αλλά αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης και του γεωπολιτικού του ρόλου. Παρά τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες σε πολλαπλά μέτωπα, η ισραηλινή οικονομία ευημερεί, διαψεύδοντας τις δυσοίωνες προβλέψεις. Ο συγγραφέας αποδίδει αυτή την κατάσταση σε τρεις βασικούς παράγοντες. Πρώτον, το Ισραήλ ιδρύθηκε ως ένα «πολεμικό κράτος», μια κληρονομιά από τον David Ben-Gurion η οποία συντηρεί έναν διαρκή κύκλο σύγκρουσης. Δεύτερον, η Δύση βλέπει το Ισραήλ ως το απαραίτητο στρατηγικό της «αεροπλανοφόρο» στη Μέση Ανατολή, πρόθυμο να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» που οι δυτικές χώρες αποφεύγουν. Αυτός ο ρόλος εξασφαλίζει στο Ισραήλ την αδιάκοπη οικονομική και διπλωματική υποστήριξη, ανεξάρτητα από τις πράξεις του. Τέλος, έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ κοινωνικό στρώμα στο Ισραήλ το οποίο επωφελείται οικονομικά από τον στρατό μέσω υψηλών μισθών και συντάξεων. Αυτή η κοινωνική ομάδα δεν έχει καμία πρόθεση να εγκαταλείψει αυτό το κερδοφόρο status quo.
Ο Τύπος της Ασίας
Στο άρθρο «Το θέατρο της Κίνας στη σύνοδο κορυφής του ΟΣΣ κρύβει βαθιές αντιφάσεις», που δημοσιεύτηκε στο Asia Times την 1η Σεπτεμβρίου, ο συγγραφέας Y Tony Yang υποστηρίζει ότι η σύνοδος κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), αν και παρουσιάζεται ως διπλωματικός θρίαμβος για το Πεκίνο, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τις στρατηγικές του αδυναμίες. Η παρουσία ηγετών όπως ο Ινδός Ναρέντρα Μόντι και ο Ρώσος Βλαντίμιρ Πούτιν δεν αποτελεί ένδειξη ειλικρινούς ευθυγράμμισης, αλλά προέρχεται από ανάγκη: ο Μόντι αντιδρά στους αμερικανικούς δασμούς και ο Πούτιν στην απομόνωση της Ρωσίας. Η σύνοδος είναι ουσιαστικά μια συγκέντρωση δυσαρεστημένων από την αμερικανική πολιτική. Ο Yang επισημαίνει επίσης τη θεμελιώδη αντίφαση της Κίνας η οποία ενώ καταδικάζει την αμερικανική ηγεμονία, επιδιώκει η ίδια κάτι που είναι εξίσου παρεμβατικό, δηλαδή να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια τάξη. Η σχέση με την Ινδία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς οι διμερείς εντάσεις (σύνορα, υποστήριξη του Πακιστάν) παραμένουν άλυτες παρά τη ρητορική της συνεργασίας. Συμπερασματικά, το άρθρο χαρακτηρίζει την κινεζική επιρροή ως «παρασιτική», αφού τρέφεται από την αντίδραση τρίτων στις ΗΠΑ αντί να οικοδομεί για την Κίνα έναν ηγετικό ρόλο που θα βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Το άρθρο καταλήγει ότι δεν βιώνουμε την αυγή μιας κινεζικής τάξης, αλλά τη μετάβαση σε έναν πιο περίπλοκο και πολυπολικό κόσμο όπου καμία δύναμη δεν μπορεί να κυριαρχήσει απόλυτα.
Στο άρθρο «Ο ΟΣΣ υποστηρίζει το Πνεύμα της Σαγκάης και παραμένει πιστός στην ιδρυτική του αποστολή», που δημοσιεύτηκε στην People's Daily στις 2 Σεπτεμβρίου, ο συγγραφέας Guo Jiping παρουσιάζει τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ) ως ένα επιτυχημένο μοντέλο για ένα νέο είδος διεθνών σχέσεων. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι η επιτυχία του Οργανισμού βασίζεται στο «Πνεύμα της Σαγκάης», το οποίο περιλαμβάνει τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, του αμοιβαίου οφέλους, της ισότητας, του διαλόγου, του σεβασμού στην πολιτισμική πολυμορφία και της επιδίωξης κοινής ανάπτυξης. Το άρθρο τονίζει ότι ο ΟΣΣ απορρίπτει την ηγεμονική λογική («το δίκαιο του ισχυρού») και τη νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος. Αντ' αυτού, προωθεί ένα μοντέλο όπου η φωνή κάθε κράτους-μέλους ακούγεται ισότιμα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον πολιτικής εμπιστοσύνης. Η συνεργασία ενισχύεται μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, με την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία κοινής ευημερίας. Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις και ελλείμματα ασφάλειας και ανάπτυξης, ο ΟΣΣ τοποθετείται ως φορέας πραγματικής πολυμέρειας και ως μια σημαντική πλατφόρμα για τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, που συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός πιο ισότιμου και πολυπολικού κόσμου.
Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας
Στη συνέντευξή του στην ινδονησιακή εφημερίδα Kompas, την οποία αναδημοσίευσε το ρωσικό δίκτυο Sputnik στις 2 Σεπτεμβρίου, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Sergey Lavrov ανέλυσε την εξωτερική πολιτική της Μόσχας, εστιάζοντας στη συνεργασία με τον Παγκόσμιο Νότο. Υπογράμμισε την εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης με την Ινδονησία, μέσω ενεργειακών έργων, όπως το διυλιστήριο της Rosneft, και μιας επικείμενης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Ο Λαβρόφ ισχυρίζεται ότι οι δυτικές κυρώσεις έχουν αποτύχει, ωθώντας τις χώρες να δημιουργήσουν ανεξάρτητες οικονομικές δομές με τη χρήση εθνικών νομισμάτων. Όσον αφορά την Ουκρανία, ο Λαβρόφ δήλωσε ότι η ειρήνη απαιτεί την αναγνώριση των «νέων εδαφικών πραγματικοτήτων», την ουδετερότητα του Κιέβου και την εξάλειψη της απειλής του ΝΑΤΟ, ενώ χαιρέτισε τον διάλογο με τις ΗΠΑ. Για τη Γάζα δε, ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός και τόνισε ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η αποτυχία δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους. Κλείνοντας τη συνέντευξη, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών προωθεί τη ρωσική πυρηνική τεχνολογία στην Ινδονησία ως ασφαλή και προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Ρωσίας σε σχέσεις αμοιβαίου οφέλους, χωρίς εχθρικές διαθέσεις έναντι τρίτων.
Στο άρθρο με τίτλο «Η Ρωσία μετατρέπει τον σταθμό του Ζαπορίζια σε πυρηνικό όπλο, προσφέροντας "κοινό έλεγχο" της εγκατάστασης, λέει το Κίεβο», που δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου από την Olena Mukhina, το Υπουργείο Ενέργειας της Ουκρανίας προειδοποιεί ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί τον κατεχόμενο πυρηνικό σταθμό του Ζαπορίζια ως πυρηνικό όπλο. Το Κίεβο απορρίπτει την πρόσφατη πρόταση του Βλαντιμίρ Πούτιν για «συνεργασία» στη διαχείριση του σταθμού, θεωρώντας την ως μία άμεση κλιμάκωση των απειλών για την πυρηνική ασφάλεια ολόκληρης της Ευρώπης. Το υπουργείο υπογραμμίζει ότι από την κατάληψή του το 2022, ο σταθμός λειτουργεί υπό συνθήκες ακραίου κινδύνου. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν προκαλέσει επικίνδυνες βλάβες, με κυριότερες την καταστροφή του φράγματος της Καχόβκα —που εξάλειψε την κύρια πηγή νερού για την ψύξη των αντιδραστήρων— και τις εννέα ολικές αποσυνδέσεις από το ουκρανικό δίκτυο. Αυτές οι ενέργειες δημιουργούν, σύμφωνα με το Κίεβο, τις προϋποθέσεις για ένα σοβαρό πυρηνικό ατύχημα. Η ανησυχία εντείνεται καθώς ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) αναφέρει ότι οι ρωσικές αρχές εμπόδισαν την πρόσβαση των επιθεωρητών του σε ένα νέο φράγμα, ενώ ο σταθμός εξαρτάται από μία μόνο εξωτερική γραμμή για την τροφοδοσία των συστημάτων ασφαλείας του. Η Ουκρανία σκοπεύει να θέσει το ζήτημα στη Γενική Διάσκεψη του ΔΟΑΕ, ζητώντας την παγκόσμια καταδίκη των πράξεων της Ρωσίας.