ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Γλυκές θύμισες και ευτράπελα από το παλιό ΓΣΠ

Ένα νοσταλγικό κείμενο για ένα ιστορικό γήπεδο που δεν υπάρχει πια

Περνάω τακτικά από τον δρόμο δίπλα από το παλιό Γ.Σ.Π. Οδηγώντας από τη λεωφόρο Ευαγόρου, που ήταν η νότια περίφραξη του με τοίχο, (ήταν ο μοναδικός χώρος που δεν υπήρχαν κερκίδες) και στρίβοντας δεξιά στην Γρηγορίου Αυξεντίου, βλέπω ένα τεράστιο εργοτάξιο που δεν θυμίζει με τίποτε τι υπήρχε εκεί προηγουμένως. Και όμως για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, αυτός ο χώρος ξυπνά χίλιες δυο αναμνήσεις.

Εκεί που έφηβος της Τρίτης Λυκείου -στα τέλη της δεκαετίας του 60- ξεκίνησα τα πρώτα μου βήματα ως αθλητικογράφος. Και πότε με την πέννα και το χαρτί στο χέρι, πότε σαν φίλαθλος έζησα πολλές σημαντικές στιγμές με συγκίνηση και χαρά και με γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στο μυαλό μου. Όλα αυτά θέλησα να καταγράψω, έτσι για να μείνουν στην ιστορία, και να τα θυμηθούν κάποιοι από μας, όσοι ζουν φυσικά.

Σε όλη τη διαδρομή, μα σε όλη, δεν σταματούσε ποτέ να φωνάζει Μα-κά-ριος, Μα-κά-ριος, Ο-μό-νοι-α, Ο-μό-νοι-α.

Δεν θα αναφερθώ σε καμιά περίπτωση για αγωνιστικά θέματα εντός του αγωνιστικού χώρου, γιατί αυτά έχουν γραφτεί και υπάρχουν αρκετές αναφορές σε πολλά Μ.Μ.Ε. Θα αναφερθώ σε χαρούμενα γεγονότα και ευτράπελα που συνέβαιναν γύρω από τον αγωνιστικό χώρο ή σε γεγονότα που συνέβαιναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο του Γ.Σ.Π. και δεν είχαν σχέση με ποδόσφαιρο.

Δεν κατέγραψα τα γεγονότα με χρονολογική σειρά, αφού αυτό δεν έχει σημασία. Τα έγραψα σκόρπια χωρίς να χάσουν ούτε το ενδιαφέρον, ούτε την σημασία τους και να δώσουν το κέντρισμα για να ξυπνήσουν ευχάριστες αναμνήσεις σε αυτούς που τα έζησαν και να μάθουν οι νεότεροι πως απολάμβανε τότε ο κόσμος τον αθλητισμό.

«Καταπίνουμε την ιστορία μας αμάσητη» έγραψε πριν λίγο καιρό στον «Πολίτη» για το Γ.Σ.Π. ο προπονητής ποδοσφαίρου αλλά και λογοτέχνης Μιχάλης Χατζηπιερής που «έφαγε με το κουτάλι» τον αγωνιστικό χώρο του παλιού Γ.Σ.Π.

Μεγάλος πόνος για τον φίλο Μιχάλη όπως και για μένα, όπως και για πολλούς άλλους. Και τελειώνει το άρθρο του ο Μιχάλης ότι η συγκίνηση γι’ αυτόν δεν είναι απολίθωμα… είναι ρέουσα και ζώσα για το Γ.Σ.Π. και όσα άλλα γήπεδα χάσαμε από την εισβολή των Τούρκων.

Είναι αυτό που μου έδωσε το ερέθισμα για να γράψω αυτές τις θύμισες, ελπίζοντας να βρουν μια θέση στη βιβλιοθήκη του Μουσείου του παλαιού ή του νέου Γ.Σ.Π.


Οι γραφικοί τύποι –μασκότ, ο «Γούναρης»

Θα αρχίσω με τους γραφικούς τύπους που διασκέδαζαν με την παρουσία τους και τις ατάκες τους την κερκίδα. Οι φίλαθλοι έλεγαν χαριτολογώντας ότι δεν θα μπορούσε να αρχίσει … ποδοσφαιρικός αγώνας χωρίς την παρουσία τους. Η κάθε ομάδα της πρωτεύουσας είχε δικό της τύπο μασκότ. Είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Ήσαν άνθρωποι χαμηλής νοημοσύνης και το κύριο χαρακτηριστικό και των τριών ήταν ότι ουδέποτε ανέβαιναν στις κερκίδες, φοβούμενοι ίσως τις χειρονομίες των φιλάθλων. Στέκονταν στην περίφραξη στηριζόμενοι στο διαχωριστικό σιδερένιο κιγκλίδωμα.

Η Ομόνοια μάλιστα είχε δύο μασκότ. Ο πρώτος ήταν ο Γούναρης. Ξεκινούσε από το Καϊμακλί πεζός, περπατώντας στην λεωφόρο Σαλαμίνος, στη συνέχεια την Στασίνου και Ευαγόρου και κατάληγε στις κυκλικές δυτικές «ομονοιάτικες» κερκίδες.

Λέγεται κάποτε, και αυτό είναι επιβεβαιωμένο από φρουρό του Μακαρίου, ότι έγινε το εξής περιστατικό. Ήταν Σάββατο, γύρω στις 2μ.μ. (το Σάββατο ήταν εργάσιμος ημέρα τότε), η πολιτική κατάσταση πολύ ήρεμη (1969) και το αυτοκίνητο του Μακαρίου, όπως πάντα διέσχιζε τη Λεωφόρο Στασίνου με κατεύθυνση την Αρχιεπισκοπή με συνοδεία μόνο δύο B.M.W., ένα μπροστά και ένα πίσω του προεδρικού αυτοκινήτου. Ο Αρχιεπίσκοπος διανυκτέρευε στην Αρχιεπισκοπή και όχι στο Προεδρικό. Από τις πολλές φορές που είδε ο Μακάριος τον Γούναρη, αφού συνέπιπταν οι ώρες τους και έρχονταν αντιμέτωποι στη λεωφόρο Στασίνου, ο Μακάριος είπε προηγουμένως στον αδελφό του, τον Γιακουμή, που ήταν ο σοφέρ του, να σταματήσει μόλις δει τον Γούναρη, πράγμα που έγινε.

Άνοιξε λοιπόν ο Μακάριος το παράθυρο της προεδρικής λιμουζίνας, έβγαλε λίγο το κεφάλι του έξω και ρώτησε τον Γούναρη. «Πες μου άνθρωπέ μου, από τους δύο ποιόν αγαπάς περισσότερο, τον Μακάριο ή την Ομόνοια»; και ο Γούναρης απάντησε: «Την Ομόνοια, κύριε». Ούτε που κατάλαβε ο καημένος ότι ήταν ο ίδιος ο Μακάριος που τον ρωτούσε!

Περιττό να πω ότι μπαίνοντας στο γήπεδο ο Γούναρης, ξεσηκωνόταν ολόκληρη η κερκίδα φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του, και αυτός να χαιρετά … «προεδρικά» τον κόσμο.

 «Πετασούϊν» ή  «Καμπάνας» 

Δεύτερη μασκότ της Ομόνοιας ήταν το «Πετασούϊν». Καταγόταν από την Μια Μηλιά και ήταν οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας «Πρόοδος» του χωριού του, αλλά και της Ομόνοιας.

Η «Πρόοδος» όμως προηγείτο. Όταν δεν αγωνιζόταν αυτή στο Πρωτάθλημα της Π.Ο.Ε.Λ. και αγωνιζόταν η Ομόνοια στη Λευκωσία, κάποιοι φίλοι τον μετέφεραν στο Γ.Σ.Π. Το τι γινόταν στις κερκίδες όταν κάτω στο χώρο πίσω από το κιγκλίδωμα συναντιόταν ο Γούναρης και το «Πετασούϊν» δεν περιγράφεται. Πήρε το προσωνύμιο αυτό γιατί κατά τη διάρκεια του αγώνα προσποιόταν τον χαρταετό (πετάσι). Στεκόταν στο ένα πόδι, το άλλο το άφηνε να αιωρείται (σαν την ουρά του χαρταετού) και άνοιγε τα δυο του χέρια σαν τα «σόζια» του χαρταετού. Μάλιστα όταν επιτίθετο η αντίπαλος ομάδα της Ομόνοιας και έφθανε μέχρι τη μεγάλη περιοχή και πριν καν γίνει οποιαδήποτε επικίνδυνη φάση, φώναζε «Όϊ γκόουλ – όϊ γκόουλ». Εφερε όμως και αλλο προσωνύμιο. Τον φώναζαν  «Καμπάνα». Αυτό ήταν ευρύτερα  διαδεδομένο.


Σε κάποιες επικίνδυνες όμως φάσεις που αποκρούονταν από τους αμυντικούς της Ομόνοιας μετά το «Όϊ-γκόουλ», έπεφταν κάποια σελίνια δίπλα του, τα οποία  ο συμπαθέστατος οπαδός της  Ομόνοιας έσκυβε και τα μάζευε.

Ο «Κάντης»

Για τον Ολυμπιακό ο γραφικός τύπος ήταν ο Κάντης. Ήταν λούστρος στο επάγγελμα και καθόταν στην πλατεία Μεταξά (Ελευθερίας τώρα) με το κασελάκι του λούστρου και σου έκανε τα παπούτσια σου να λάμπουν και να φαίνονται σαν καινούργια. Όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός λοιπόν, έπινε δυο τρία σφηνάκια στην οδό Ρηγαίνης και κούτσα-κούτσα, ερχόταν μάλλον μεθυσμένος στο Γ.Σ.Π.

Στο στήθος του κρέμονταν πάντα χρυσές αλυσίδες και χρυσός σταυρός και μπαίνοντας στο γήπεδο κάτω από τις επευφημίες των φιλάθλων του Ολυμπιακού φώναζε: «Ορμάτε μαυροπούλια μου».

Κάποτε κατά τη διάρκεια της πρώτης συμμετοχής του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική, εισήχθηκε στην Κύπρο ένα επαναστατικό για την εποχή ιταλικό πλυντήριο ρούχων με την επωνυμία «Κάντυ». Εγίνετο τότε μια τεράστια διαφήμιση για προώθησή του μέσω της μαυρόασπρης τότε τηλεόρασης του Ρ.Ι.Κ. που έδειχνε νοικοκυρές να πλένουν με το πλυντήριο αυτό, και να λένε: «Ε! Κάντυ, Ε! Κάντυ, κράντε πουκάτο, πίκολο πουκάτο», δηλαδή το πλυντήριο «Κάντυ» κάνει και για μεγάλες μπουγάδες κάνει και για μικρές μπουγάδες.

Αυτό το σλόγκαν ήρθε γάντι στον Κάντη, που το φώναζε μπαίνοντας στο γήπεδο κάτω από τις επευφημίες και τους γέλωτες των φιλάθλων.
Και μια και έκανα αναφορά στη συμμετοχή του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική Ελλάδος δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην τελετή ένταξης του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική Ελλάδος που έγινε τέλος Σεπτεμβρίου και έγινε πριν την έναρξη της πρεμιέρας του πρωταθλήματος μεταξύ του Ολυμπιακού-Εθνικού Πειραιώς που για την ιστορία έληξε ισόπαλος 2-2.

Όμως αυτό που έκανε εντύπωση ήταν η παρουσία του κόσμου, αφού με μάξιμουμ χωρητικότητα 12.000 το Γ.Σ.Π., χώρεσε 14.000, αφού μπήκαν καρέκλες γύρω από τον αγωνιστικό χώρο. Ένα τάγμα της ΕΛΔΥΚ κατέλαβε όλη την ανατολική κερκίδα.

Ο «Φυτής»

Ο γραφικός τύπος για το ΑΠΟΕΛ ήταν ο Φυτής. Αυτός ήταν περισσότερο ... «γνωστικός» από τους προηγούμενους. Μπαίνοντας στο Γ.Σ.Π. με ατάκες και πειράγματα, έβγαζε από την τζέπη του 3-4 πεντόλιρα (ήταν το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα της εποχής τότε), τα ανέμιζε και δεχόταν στοιχήματα.

Επειδή ήταν φυσικό επόμενο να μην εύρισκε ο Φυτής αντιπάλους για στοίχημα, στοιχημάτιζε με τους οπαδούς του ΑΠΟΕΛ για πόσα τέρματα θα σημειώσει η ομάδα τους ή ποιος θα είναι ο σκόρερ.
Το τραγικό όμως ήταν ότι ο Φυτής άφησε την τελευταία του πνοή στις κερκίδες του Γ.Σ.Π. σε ένα αγώνα του ΑΠΟΕΛ, προδομένος από την καρδιά του.

Παλαιστικοί Αγώνες

Το ξέρετε ότι στο Γ.Σ.Π. γινόντουσαν κάποτε παλαιστικοί αγώνες; Ήταν την περίοδο 1967-1971 και ερχόντουσαν γνωστοί Ελλαδίτες παλαιστές, όπως ο Λαμπράκης, ο Καρπόζηλος, ο Αρίων, ο Καρυστινός και πολλοί ξένοι, μεταξύ αυτών ο μασκοφόρος και τερατώδης Μπόλας, ο επίσης μασκοφόρος «Κόκκινος Διάβολος», καθώς και ο Κύπριος Χρύσανθος Δομετίου. Στηνόταν ένα ρινγκ στο κέντρο του γηπέδου και γύρω-γύρω καρέκλες. Οι περισσότεροι αγώνες ήταν προσυνεννοημένοι, όχι όμως λόγω στοιχημάτων. Ήταν αγώνες «ένας μου – ένας σου», μάλλον για επίδειξη ευλυγισίας στις λαβές και σωματικής διάπλασης.

Πρώτο τραπέζι-πίστα, ήταν ο σε όλους γνωστός ο Παπαπαναγιώτης Τσέστος, ο επικαλούμενος Παπάτσεστος, ο οποίος ερχόμενος να πάρει τη θέση του, αράδιαζε πολλές ατάκες στους παρευρισκόμενους, ενώ ισχυριζόταν ότι προτού φορέσει το ράσο ήταν ο ίδιος παλαιστής και αγωνιζόταν σε μεγάλα πανηγύρια. Σε ένα αγώνα Κόκκινου Διαβόλου - Χρύσανθου Δομετίου, με διαιτητή τον Ανδρέα Λόττα (αδελφό του Στρατηγού Λόττα), ο αγώνας ξέφυγε από την προσυνεννόηση του, αφού ο Κόκκινος Διάβολος κτύπησε αντικανονικά τον Χρύσανθο και αυτός ανταπόδωσε με αγκωνιά (και αυτός αντικανονικά) με αποτέλεσμα ο αντίπαλός του να ματώσει. Αιμορραγούσε κάτω από το αυτί και δεν μπορούσε να δεχθεί πρώτες βοήθειες στο ριγκ, αφού έπρεπε να βγάλει τη μάσκα. Αποχώρησε από τον αγώνα και έτσι ο Χρύσανθος ανακηρύχθηκε νικητής.

Τα Ανθεστήρια

Αυτά άρχισαν πριν από το 1950 και συμμετείχαν Γυμναστικοί σύλλογοι, σωματεία, ομάδες, αλλά και μεμονωμένα άτομα, συνήθως πάνω … στο ποδήλατό τους, το οποίο στόλιζαν κατάλληλα, ενώ οι ίδιοι ήσαν στολισμένοι με λουλούδια και φορούσαν στο κεφάλι πρωτομαγιάτικο στεφάνι, παριστάνοντας συνήθως ένα Θεό του Ολύμπου ή ένα αρχαίο ιστορικό πρόσωπο.

Μετά την ανεξαρτησία, τα σωματεία άρχισαν να μειώνουν την συμμετοχή τους και τη θέση τους πήραν τα εκπαιδευτήρια, δημόσια και ιδιωτικά. Κάθε χρόνο ο ανταγωνισμός μεταξύ των Γυμνασίων Κύκκου και Παγκυπρίου Γυμνασίου (Κεντρικό) ήταν απαράμιλλος. Τα ανθεστήρια διεξάγονταν συνήθως την πρώτη ή δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου και τα παρακολουθούσαν χιλιάδες κόσμου ενώ σε κάποιες χρονιές είχαμε τα ανοιξιάτικα μπουρίνια με ραγδαίες βροχές.

Αυτό δεν εμπόδιζε την πραγματοποίησή τους, ούτε τον κόσμο να τα παρακολουθήσει. Δυστυχώς για άγνωστο λόγο μετά την τουρκική εισβολή σταμάτησε η διεξαγωγή τους.

Άξιο αναφοράς η συμμετοχή του Γ.Σ.Π. στα ανθεστήρια της 1ης Μαΐου 1955. Ένα μήνα ακριβώς μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Το άρμα του Γ.Σ.Π. παρίστανε τους πέντε Ολυμπιακούς κύκλους με τον ήρωα Μιχαλάκη Καραολή να κρατά τον ένα από τους πέντε. Ο κόσμος τον θαύμαζε για την λεβεντιά του και το παράστημά του, αφού ήταν αθλητής μεσαίων αποστάσεων στον σύλλογό του. Θα ήταν το ιδανικότερο μοντέλο για τον αρχαίο γλύπτη Μύρωνα που κατασκεύασε τον περίφημο δισκοβόλο. Ο Καραολής όμως πέρασε με άλλο τρόπο στην αθανασία.

Συνελήφθη από τους Άγγλους για τη δράση στην ΕΟΚΑ και για την εκτέλεση ενός προδότη. Απαγχονίστηκε στις 2 Μαΐου 1956. Ένα χρόνο ακριβώς μετά την επιβλητική του εμφάνιση στο Γ.Σ.Π. όταν ο ευσταλής αγωνιστής κρατούσε στα ανθεστήρια τον ένα από τους πέντε ολυμπιακούς κύκλους, σύμβολα της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών.

Διασωματειακοί Αγώνες Στίβου

Ακόμα ένας ωραίος θεσμός που καταργήθηκε, άγνωστον και αυτός γιατί, που συγκέντρωνε χιλιάδες κόσμου, αφού σ’ αυτόν συμμετείχαν τα σωματεία της πρωτεύουσας και προαστίων. ΑΠΟΕΛ, Ομόνοια, Ολυμπιακός, ΕΝΑΔ, Αχιλλέας, Κεραυνός και Ε.Ν. Αγ. Ομολογητών.

Η συμμετοχή των αθλητών σ’ αυτή την εκδήλωση ήταν ελεύθερη. Ο αθλητής απλώς συμπλήρωνε μια αίτηση ότι θα αγωνιζόταν με ένα σωματείο της αρεσκείας του. Μπορούσαν μάλιστα να αγωνίζονταν τον ένα χρόνο με το ένα σωματείο και τον άλλο χρόνο σε άλλο.
Κάθε σωματείο εδικαιούτο να δηλώσει μόνο δύο αθλητές σε κάθε αγώνισμα. Αν υπήρχαν στους αγώνες δρόμων περισσότεροι από έξι αθλητές (όσοι και οι διάδρομοι του Γ.Σ.Π.), τότε γινόντουσαν προκριματικοί. Αυτό όμως σπάνια συνέβαινε.
Στους αγώνες μπορούσαν μάλιστα να αγωνιστούν και βετεράνοι αθλητές.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Παλλάδιο Νικολάου (τριπλούν) που αγωνιζόταν με το ΑΠΟΕΛ. Το ίδιο και ο μακαρίτης Χριστόφορος Κόνιαλης, ο οποίος αγωνιζόταν στη σφαιροβολία χωρίς αθλητική στολή και φορούσε πάντα τα πολιτικά του παπούτσια. Μπορεί να μην πλασαριζόταν στην πρώτη τριάδα για να πάρει κύπελλο ή μετάλλιο, αλλά πάντα έφερνε πόντους στο ΑΠΟΕΛ, αφού υπήρχε βαθμολογία 6-5-4-3-2-1, για τους έξι πρώτους.

Οι διασωματειακοί αγώνες διεξάγονταν σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση διεξαγόταν την 25η Μαρτίου και η δεύτερη την 1η Απριλίου.
Δυστυχώς και αυτός ο θεσμός σταμάτησε αμέσως μετά την εισβολή. Ήταν κρίμα αφού έφερνε χιλιάδες κόσμου για να παρακολουθήσει αγώνες στίβου με διαγωνιζόμενα 6-7 σωματεία που είχαν τους φιλάθλους τους. Δέστε πόσοι έρχονται να παρακολουθήσουν διασυλλογικούς αγώνες σήμερα. Μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών. Έξοδα για τα σωματεία δεν υπήρχαν αφού οι αθλητές είχαν τον εξοπλισμό από τον Σύλλογό τους, (Γ.Σ.Π.), οι εν ενεργεία αθλητές ήταν προετοιμασμένοι αφού έκαναν προπόνηση, ενώ δινόταν και η ευκαιρία σε βετεράνους αθλητές να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό δράση.

Σάντουϊτς της … τρύπας και σάντουϊτς του Γιαπανά

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τα δύο διαφορετικά είδη σάντουϊτς που ήταν εξαιρετικά σε γεύση και χόρταιναν τους φιλάθλους που δεν πρόφταναν να φάνε κάτι πριν έλθουν στο γήπεδο, ιδιαίτερα όταν το ματς άρχιζε στις 2:30μ.μ.

Στις Ανατολικές κερκίδες που λεγόντουσαν και μαθητικές, αφού εκεί ήταν για τους μαθητές και στρατιώτες «εν στολή», υπήρχε καντίνα κοντά στα … αποχωρητήρια που πρόσφερε σάντουϊτς προς ενάμισι σελίνι (12 σημερινά σεντ!). Όμως επειδή τα σάντουϊτς κατασκευάζονταν την προηγούμενη μέρα, οι μαθητές προτιμούσαν τα φρεσκότατα και γευστικότατα σάντουϊτς του γνωστού σαντουϊτσή της Λευκωσίας Λοΐζου. Ο ευτραφής Λοΐζος με την βιτρίνα της πραμάτειας του στον μπροστινό τροχό του ποδηλάτου του, στάθμευε το ποδήλατό του που στηριζόταν σε δύο σιδερένιες βέργες έξω από την τεράστια πύλη της ανατολικής καρκίδας.

Όμως από ολόκληρη την πύλη, άνοιγε μόνο μια μικρή πόρτα, όσο-όσο να μπορεί να περάσει στις κερκίδες ένα μόνο άτομο. Αν αυτός που θα περνούσε μέσα προνοούσε να πάρει από τον Λοΐζο το σάντουϊτς δεν υπήρχε πρόβλημα.

Τριάντα λεπτά όμως μετά την έναρξη του αγώνα η πόρτα έκλεινε και δεν άνοιγε για αγορά σάντουϊτς ή άλλων ειδών έξω από το γήπεδο. Για καλή του τύχη όμως του Λοΐζου, κάτω από την πύλη υπήρχε (άγνωστο πως έγινε), μια τρύπα ίσα-ίσα που να χωρεί άνετα να περάσει στο γήπεδο το σάντουϊτς του Λοΐζου. Έτσι λοιπόν, ο συμπαθής σαντουϊτσής φώναζε «Σάντουϊτς της … τρύπας παιδιά!» Ο μαθητής έριχνε ένα σελίνι στην τρύπα (8 σημερινά σεντ!) και έπαιρνε το σάντουϊτς του.

Για να καταλάβει κανείς την αξία των λεφτών τότε, όταν με 8 σεντ αγόραζε κανείς ένα γευστικότατο «σάντουϊτς-διάφορα», σήμερα για να αγοράσει ένα σκέτο φραντζολάκι για να κάνεις σάντουϊτς χρειάζεσαι 40 σεντ, πενταπλάσια δηλαδή τιμή από ένα ολόκληρο «σάντουϊτς-διάφορα».

Σε σύγκριση με το σάντουϊτς του Λοΐζου, το σάντουϊτς του Γιαπανά, ήταν κατά πολύ καλύτερο. Το κατάστημα του Γιαπανά ήταν ακριβώς κάτω από τις Δυτικές Κερκίδες, και χόρταινε τους Ομονοιάτες και άλλους περαστικούς. Ήταν ζεστό κουλούρι με γέμιση χωριάτικο λουκάνικο κομμένο και μπέϊκον με ντομάτα. Απίθανος συνδυασμός και εξαίρετη γεύση. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Γιαπανάς παρέμεινε εκεί ακόμα και μετά την μερική κατεδάφιση του Γ.Σ.Π.

Το γήπεδο του μπάσκετ και η σούβλα του Κόνιαλη

Πίσω από τις κερκίδες του Γ.Σ.Π. υπήρχε το γήπεδο μπάσκετ, έδρα του ΑΠΟΕΛ και της ΕΝΑΔ και παλαιότερα της ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ, ενώ εδώ διεξαγόταν και ο τελικός Κυπέλλου Καλαθόσφαιρας, αφού θεωρείτο το «αρτιότερο» γήπεδο μπάσκετ.

Κλειστά γήπεδα δεν υπήρχαν τότε στην Κύπρο. Έβαλα τη λέξη αρτιότερο σε εισαγωγικά γιατί προσέξετε τι διέθετε περισσότερο από άλλα γήπεδα. 1) Είχε δάπεδο πρέμιξ (κάποια που δεν θέλω να αναφέρω είχαν δάπεδο από «πουρί»), 2) Είχε στις δύο πλευρές του κερκίδες για 700-800 άτομα, (τα περισσότερα άλλα γήπεδα είχαν μια μικρή κερκίδα 50-60 ατόμων ενώ οι φίλαθλοι στεκόντουσαν γύρω από τον αγωνιστικό χώρο) και 3) είχαν προβολείς στις τέσσερις γωνιές του γηπέδου (κάποια είχαν λάμπες σε σειρά από ηλεκτροφόρο σύρμα όπως αυτά που … βάζουν στους γάμους!).

Εκεί λοιπόν διεξάγονταν οι καλαθοσφαιρικοί αγώνες του ΑΠΟΕΛ και ΕΝΑΔ που ήσαν μαζί με τον Διγενή Μόρφου και τον Αχιλλέα (είχε το δικό του γήπεδο χωρίς καθόλου κερκίδες) οι πρωταγωνιστές σε κάθε πρωτάθλημα της Τ.Ε.Α.Κ. (ήταν η καλαθοσφαιρική ομοσπονδία πριν την Κ.Ο.Κ.). Έπαιζαν λοιπόν οι ομάδες μας και πίσω από τις τσιμεντένιες κερκίδες ο Χριστόφορος Κόνιαλης έψηνε τη σούβλα του με μόνιμο καλεσμένο τον επί σειρά ετών Γραμματέα του Γ.Σ.Π. Νίκο Τσικκίνη. Μια φορά ο συνάδελφος Λουκής Τερεζόπουλος μου είπε: «Αμάν Πραξιτέλη μου, εμείς γράφουμε πάνω στα γόνατά μας και η κοιλιά μας παίζει ταμπουρά από την πείνα αφού είμαστε εδώ μισή ώρα πριν από τον αγώνα και δεν προφθάσαμε να πάρουμε κάτι, και τώρα μας έρχεται η μυρωδιά από την τσίκνα της σούβλας του Κόνιαλη και το βάσανο της πείνας γίνεται μεγαλύτερο».

Και μια και αναφέραμε για τον Κόνιαλη δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε για τα παιδιά του που ήσαν εξαιρετικοί καλαθοσφαιριστές. Ο Λούης, ο Νίκος που τον χάσαμε άδικα και νωρίς, αλλά και ο Άντρος και ο Αντώνης ήσαν καλαθοσφαιριστές του ΑΠΟΕΛ. Και πώς να μην ήταν εξαίρετοι. Κάθε πρωί – μα κάθε πρωί, προτού πάρουν το ποδήλατο για το σχολείο, έπαιρναν μια μπάλα του μπάσκετ και έκαναν στο γήπεδο που σχεδόν εφαπτόταν με το σπίτι τους πολλά σουτ με μεγάλη ευστοχία και αυτό συνέβαινε και στους αγώνες της ομάδας τους αφού εξοικειώνονταν πλήρως με τα καλάθια.

Η σούβλα του Κόνιαλη μεταφέρεται στο …Τρόοδος

Και μια και αναφέραμε προηγουμένως τις γαστρονομικές προτιμήσεις για τη σούβλα του Κόνιαλη και του Τσικκίνη θα αναφέρουμε και το εξής περιστατικό.

Ο Νίκος Τσικκίνης που ήταν φιλόλογος, ήταν υπέρμαχος της μη ανταλλαγής του Γ.Σ.Π. με άλλο χώρο. Επέμενε να παραμένει εσαεί στον χώρο που δώρισαν οι δωρητές του το ζεύγος Θεοδότου, αφού έτσι προνοούσε και το δωρητήριο έγγραφο. Οι αγώνες του Τσικκίνη διήρκησαν για δύο δεκαετίες σχεδόν και το πετύγχαινε, αφού η ανταλλαγή του παλιού Γ.Σ.Π. με τον χώρο του νέου Γ.Σ.Π. έγινε μετά τον θάνατό του.

Ο Τσικκίνης όμως είχε και άλλες εμμονές. Ήταν αντικουμμουνιστής. Δεν ήθελε να ακούσει για κουμμουνιστές, ούτε για την Σοβιετική Ένωση. Έλα όμως που κληρωθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στο Γ.Σ.Π. την Εθνική της Σοβιετικής Ένωσης για το Παγκόσμιο Κύπελλο; Τι θα σήμαινε αυτό;

Μια μεγάλη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης θα ήταν αναρτημένη και θα κυμάτιζε στις κεντρικές κερκίδες. Και λοιπόν; Ο Νίκος Τσικκίνης δεν ήταν καθόλου ποδοσφαιρόφιλος. Ήταν φανατικός λάτρης του κλασσικού αθλητισμού. Ήταν εργασιομανής και κάποτε ερχόταν τα απογεύματα και εργαζόταν στο γραφείο του Γ.Σ.Π. που ήταν κάτω από τις βόρειες κερκίδες. Όταν έπαιζε η Εθνική Κύπρου (την οποία αποκαλούσε – Μικτή – άλλο και τούτο πάλι – που δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε) ανέβαινε κούτσα-κούτσα τις κερκίδες, καθόταν σε μια καρέκλα, ρωτούσε … ποια ήταν η Εθνική Κύπρου και παρακολουθούσε τον αγώνα για 20-30 λεπτά.

Τι θα γινόταν όμως όταν ανεβαίνοντας θα ερχόταν «τετ-α-τετ» με τη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης που θα ανέμιζε πάνω από το κεφάλι του; Θα γινόταν το σώσε. Γιατί εκτός των άλλων ο Τσικκίνης ήταν και αθυρόστομος. Και η αθυροστομία του θα έφθανε και στα αυτιά του πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης που θα ήταν παρών στον αγώνα.

Οι περισσότεροι πρέσβεις της χώρας αυτής που ερχόντουσαν στην Κύπρο, ήξεραν και Ελληνικά, αφού προηγουμένως υπηρέτησαν σαν ακόλουθοι της πρεσβείας της χώρας τους στην Ελλάδα. Ε, τότε δεν θα γλιτώναμε το σκάνδαλο.

Τι έγινε λοιπόν; Ο Άδωνης Θεοχαρίδης που παρέλαβε σαν γυμνασίαρχος από τον Μίκη Ιωανλίδη , (πατέρα του μακαρίτη Ουράνιου Ιωαννίδη, πρώην υπουργού παιδείας, της Ζέτας Αιμιλιανίδου νυν υπουργού εργασίας και του Δώρου Ιωαννίδη νυν Προέδρου του Γ.Σ.Π.) συνέστησε στον Κόνιαλη να βρει μια δικαιολογία και να πάρει από το πρωί της ημέρας της διεξαγωγής του αγώνα τον Τσικκίνη και να τον πάρει στο Τρόοδος για σούβλα. Ο Κόνιαλης του είπε ότι βρήκε ένα καταπληκτικό τόπο που δεν θα υπήρχε άλλος κανένας, ιδανικό για σούβλα. Άλλο που δεν ήθελε ο Τσικκίνης.

Μπήκε πρωί-πρωί στο αυτοκίνητο του Κόνιαλη, έφθασαν στο Τρόοδος έκανε ο Κόνιαλης τη σούβλα και την απόλαυσαν όσο ποτέ άλλη φορά, γύρισαν αργά το απόγευμα, και έτσι… το σκάνδαλο αποφεύθη.

Το εστιατόριο ο Ζεβεδαίος και τα σιάμιση του Κυριλλή

Κάτω από τις ανατολικές κερκίδες ήσαν δύο καταστήματα που ξεχώριζαν.Το ένα ήταν το εστιατόριο του Ζεβεδαίου που ήταν από τα ελάχιστα «μαειρκά» όπως τα ονομάζαμε τότε και που παρέμειναν στη Λευκωσία σαν «μαειρκά».

Ήταν η εποχή που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα «φασφουστάδικα».Ο ιδιοκτήτης του Γιώργος Ζεβεδαίος, ήταν εξαιρετικός μάγειρας με φαγητά της κατσαρόλας και το κατάστημα του ήταν πόλος έλξης για πολλούς ποδοσφαιρόφιλους που γευμάτιζαν πριν πάνε στο γήπεδο.

Το άλλο στην αναφορά μας είναι τα σιάμιση-λοκμάδες του Κυριλλή. Μάστρος στην κατασκευή τους ο Κυριλλής έπρεπε να περιμένεις σειρά για ώρα τουλάχιστον (τότε δεν υπήρχαν κινητά για παραγγελίες) ενώ τα καλοκαίρια στην αυλή που ήταν μπροστά από την είσοδο του καταστήματος ο κόσμος ήταν «πατείς με, πατώ σε» για να γευτεί τα γευστικότατα σιάμιση-λοκμάδες.

Θυμάμαι όταν από κάποια στραβοκλωτσιά της μπάλας (και αυτό γινόταν όχι και σπάνια) η μπάλα περνούσε πάνω από τις ανατολικές κερκίδες και έπεφτε στον δρόμο, οι φίλαθλοι έλεγαν. «η μάππα πήγε να φάει σιάμισιη στον Κυριλλή»!!!

Οι μαχαλλεπάρηδες

Άφησα τελευταίους από τους πλανόδιους πωλητές έξω από το Γ.Σ.Π. τους μαχαλλεπάρηδες. Ήσαν 5-6 στον αριθμό και ήσαν όλοι Αϊδεμετήτες. Στάθμευαν έξω από την κεντρική πύλη και πουλούσαν την πραμάτεια τους άνοιξη και καλοκαίρι. Να σημειώσουμε ότι η τελευταία εκδήλωση στο Γ.Σ.Π. στο ποδόσφαιρο δηλαδή, ο Τελικός Κυπέλλου διεξαγόταν τέλη … Ιουνίου.

Ήσαν όλοι «μάστροι» στην κατασκευή μαχαλεπιού που δρόσιζε τους φιλάθλους μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Χριστόδουλος, πατέρας του ποδοσφαιριστή Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάκκου) που ήταν τότε το καλύτερο 10άρι στην Κύπρο. Ο Πάκκος έπαιξε στην Ομόνοια, στον Παναθηναϊκό και στο ΑΠΟΕΛ. Φυσικό επακόλουθο ήταν οι πελάτες του Χριστόδουλου να ήταν Ομονοιάτες, όταν ο Πάκκος έπαιζε στην Ομόνοια και Αποελίστες, όταν αγωνιζόταν με τον ΑΠΟΕΛ.

Θα αναφέρουμε τώρα πως οι μαχαλλεπάρηδες τηρούσαν τα μέτρα … υγιεινής και καθαριότητας στο περιβάλλον τους. Όταν κάποιος έτρωγε το μαχαλλεπί του, ο μαχαλλεπάρης έπαιρνε το πιάτο και το έριχνε μέσα στον κουβά με σκέτο νερό που κρεμόταν κάτω από το αμαξάκι του. Όταν τέλειωναν τα πιάτα στη βιτρίνα που έβαζε το μαχαλλεπί του, έπαιρνε τότε τα πιάτα που ήσαν στον κουβά με νερό, τα «δκιάκλιζε» με το … χέρι του, έφευγαν από αυτό κάποια υπολείμματα από τη ζάχαρη και το τριαντάφυλλο, και ήταν … έτοιμα για χρήση. Όσο για νερό αν ήθελε ο πελάτης, υπήρχε μόνο ένα ποτήρι, το οποίο δεν έμπαινε στον κουβά για να … «δκιαγκλιστεί» αλλά ήταν σε ένα σταντ και το έπαιρναν ένας-ένας με τη σειρά όσοι ήθελαν νερό, από μια βρύση και αυτή κάτω από το αμαξάκι, δίπλα από τον κουβά … καθαριότητας.

Ε! Αυτοί ήσαν οι μέθοδοι καθαριότητας τότε, όχι μόνο στους μαχαλλεπάρηδες, αλλά και σε άλλους πλανόδιους πωλητές τροφίμων. Ο κόσμος τότε είχε περισσότερα αντισώματα και δύσκολα, αν όχι καθόλου, έπαιρνε κάποια αρρώστια με αυτό τον τρόπο διατροφής του.

Το αιράνι του «Χίτλερ»

Στην ανατολική είσοδο των κεντρικών κερκίδων υπήρχε άγνωστο γιατί, ένας μόνο μικροπωλητής. Και αυτός πουλούσε γνήσιο αϊράνι. Η νοτιοανατολική κεντρική κερκίδα ήταν για Ομονοιάτες και έτσι όπως ήταν και αυτός Ομονοιάτης στάθμευε το τρίκυκλό του με το αϊράνι έξω από την έξοδο που θα έφευγαν, ελπίζοντας σε περισσότερη υποστήρικη παρά αν το στάθμευε αλλού.

Ήταν και αυτός Αϊδεμετίτης, κοντόχοντρος, με το πρόσωπό του να έχει πολλές ομοιότητες με αυτό του «Χίτλερ», άφηνε μάλιστα τον ίδιο μύστακα και χτένιζε τα μαλιά του με τον ίδιο τρόπο που τα χτένιζε και ο Γερμανός δικτάτορας.

Κανείς δεν τον ήξερε με άλλο όνομα, ούτε και εγώ, παρόλο που σαν συγχωριανός του ήξερα και ποιά ήταν η οικογένειά του.
Όταν τον ρωτούσαν γιατί τον φωνάζουν «Χίτλερ» και γιατί χτενίζεται όπως αυτός, έλεγε για να μην ξεχνά η ανθρωπότητα αυτόν τον ανθρωποφάγο, όπως σωστά τον αποκαλούσε.

Το γνήσιο αϊράνι του Χίτλερ, πωλείτο και αυτό προς 25 μιλς (τέσσερα σημερινά σεντ!) και η γνησιότητά του φαινόταν από το εξής: Πάνω από τη μεγάλη γυάλλα (φίζα) φαινόταν ένα παχύ κίτρινο στρώμα από βούτυρο που προερχόταν από το αιγινό γιαούρτι, που σαν πιο ελαφρύ από το υπόλοιπο υγρό «κούλιαζε» από πάνω. Η φίζα είχε στον πυθμένα μια πλαστική σωλήνα και η σωλήνα κατάληγε σε μεταλλική σερπεντίνα που από πάνω της ήταν ένα καλούπι πάγου. Η σερπεντίνα είχε μια κάνουλα που έρρεε το γνήσιο αϊράνι του «Χίτλερ». Αυτός έβαζε στο ποτήρι αρκετό δυόσμο και λίγο αλάτι, τα ανακάτευε καθώς έτρεχε το αϊράνι και σου το πρόσφερε.

Βέβαια μερικές γαλακτοβιομηχανίες κατασκευάζουν και σήμερα σε πλαστικά μπουκαλάκια αϊράνι, αλλά καμία σχέση με την γεύση του προϊόντος αυτού με το αϊράνι των πλανόδιων πωλητών...

Κώστας  Πραξιτέλους  (βετεράνος  αθλητικός  συντάκτης, ιδρυτικό μέλος  της ΕΑΚ )

Ευχαριστίες στον Σάκη Σαββίδη για τις φωτογραφίες που ευγενώς  παραχώρησε.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Υπόλοιπα: Τελευταία Ενημέρωση