
Ήταν αρχές Αυγούστου του 1996 όταν η θεία του Θεόφιλου Σεχίδη άρχισε να ανησυχεί σοβαρά. Είχε μήνες να επικοινωνήσει με τον σύζυγό της, τον θείο του Θεόφιλου, και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο 24χρονος Θεόφιλος προσπαθούσε να την καθησυχάσει, λέγοντάς της ότι όλοι έλειπαν τάχα στο εξωτερικό. Όμως οι υποψίες μεγάλωναν.
Στις 3 Αυγούστου η θεία ταξίδεψε στη Φλώρινα, απ’ όπου καταγόταν η οικογένεια, και βρήκε εκεί τον ίδιο τον Θεόφιλο να «παίζει θέατρο» αναζητώντας δήθεν τους χαμένους συγγενείς του ανάμεσα σε χωριανούς και φίλους. Η θεία ήξερε ότι ο ανιψιός της ήταν ανέκαθεν «κάπως ιδιόρρυθμος», αλλά τώρα παρατήρησε ότι η συμπεριφορά του ήταν «εντελώς αλλοπρόσαλλη». Ενημέρωσε τις αρχές και λίγες μέρες μετά, στις 8 Αυγούστου 1996, ο Θεόφιλος Σεχίδης προσήχθη από την αστυνομία ως ύποπτος για την εξαφάνιση των πέντε μελών της οικογένειάς του.
Η πολύωρη ανάκριση που ακολούθησε αποκάλυψε ένα σκηνικό φρίκης που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Ελλάδα. Ο Σεχίδης ομολόγησε ψυχρά ότι τον Μάιο του 1996, σε διάστημα δύο ημερών (19-20 Μαΐου), είχε σκοτώσει τον 55χρονο πατέρα του, τη 48χρονη μητέρα του, την 27χρονη αδελφή του, τη 75χρονη γιαγιά του, καθώς και τον 57χρονο θείο του.
Οι δολοφονίες διαπράχθηκαν στο οικογενειακό σπίτι στον Λιμένα Θάσου, με τον δράστη να σκοτώνει αρχικά τον θείο του ύστερα από έντονη διαφωνία και στη συνέχεια, ένα-ένα, όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που βρέθηκαν μπροστά του. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε κυνικά στους εμβρόντητους αστυνομικούς, προσπαθώντας να δικαιολογήσει το μακελειό, για να προσθέσει αργότερα: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος... Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου... Βρισκόμουν εν αμύνη... Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν».
Ο Σεχίδης υποστήριξε δηλαδή ότι οι δικοί του σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, επειδή –όπως ισχυρίστηκε– είχε μάθει πως ήταν παιδί «άλλης μάνας». Στο παρανοϊκό του μυαλό, προέβη προληπτικά σε πέντε φόνους θεωρώντας πως βρισκόταν σε άμυνα. Οι λεπτομέρειες που αποκαλύφθηκαν για την μεταχείριση των θυμάτων μετά το έγκλημα ήταν ακόμη πιο ανατριχιαστικές.
Ο 24χρονος όχι μόνο σκότωσε τους οικείους του, αλλά αποκεφάλισε και τεμάχισε τα πτώματα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους φύλαξε στο ψυγείο «για μεταγενέστερη μελέτη». Έβαλε τα υπόλοιπα μέλη σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε σε χωματερή κοντά στην Καβάλα. Αφού μετέφερε όλες τις σορούς σε ένα δωμάτιο, καθάρισε τα αίματα και έπεσε για ύπνο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπισε την αποτρόπαια πράξη του συγκλόνισε ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη.
Όταν η υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας –με μια καθυστέρηση λόγω του ότι τα θύματα αρχικά θεωρούνταν απλώς «αγνοούμενοι»– ο ελληνικός λαός πάγωσε. «Το σοκ ήταν πανελλήνιο» έγραψε χαρακτηριστικά ο Τύπος, χωρίς αυτή τη φορά να κατηγορηθεί για υπερβολή.
Η κάλυψη από τα ελληνικά ΜΜΕ στα 90ς
Η υπόθεση Σεχίδη κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα και στα δελτία ειδήσεων του 1996, με τρόπο που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια συζήτηση για το έγκλημα και το «κακό».
Από την πρώτη μέρα, τα ελληνικά ΜΜΕ μετέδιδαν κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια της οικογενειακής σφαγής. Οι περιγραφές και οι χαρακτηρισμοί που υιοθετήθηκαν, τόσο από εφημερίδες όσο και από τηλεοπτικά ρεπορτάζ, ζωγράφιζαν το πορτρέτο ενός «τέρατος» – ενός στυγερού δολοφόνου έξω από τα ανθρώπινα μέτρα.
Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την αποκάλυψη: με μεγάλα γράμματα ανακήρυττε «Το έγκλημα του αιώνα στη Θάσο», ενώ σε υπότιτλο αποκαλούσε τον δράστη «σατανιασμένο φονιά» που ισχυρίστηκε ότι «έτσι ήθελε ο Θεός». Η υπερβολή και η δραματοποίηση ήταν εμφανείς, καθώς ο Τύπος επιχειρούσε να αποδώσει το απερίγραπτο κακό με όρους σχεδόν μεταφυσικούς.
Πράγματι, ο Θεόφιλος Σεχίδης πήρε διαστάσεις λαϊκού «μπαμπούλα» μέσα από τα media της εποχής. Οι εφημερίδες τον βάφτισαν με προσωνύμια βγαλμένα από τον τρόμο και την ποπ κουλτούρα: «Δαίμονας εξολοθρευτής», «γιος του Φρανκενστάιν», ακόμη και «Έλληνας Χάνιμπαλ Λέκτερ» – σε αντιστοιχία με τον κανίβαλο δολοφόνο του διάσημου θρίλερ.
Άρθρα της εποχής στάθηκαν σε παράδοξες λεπτομέρειες, όπως ότι ο ήρεμος φοιτητής άκουγε κλασική μουσική την ώρα της αποτρόπαιας πράξης. «Τους τεμάχιζε ακούγοντας Τσαϊκόφσκι» έγραφαν με φρίκη ορισμένα ρεπορτάζ, σημειώνοντας επίσης ότι ο νεαρός δολοφόνος έπινε μόνο γάλα και ήταν επιμελής φοιτητής Νομικής. Οι άλλοτε ασήμαντες πληροφορίες της καθημερινότητάς του μεγεθύνθηκαν, ώστε να υπηρετήσουν το αφήγημα του «διπλού προσώπου»: ένα «ήρεμο και φαινομενικά νηφάλιο πρόσωπο» –ένα «μοναχικό παιδί που έκρυβε το χαμόγελο του θανάτου»– μετατράπηκε ξαφνικά σε «παρανοϊκά ψύχραιμο, διαβολικά έξυπνο δολοφόνο με τάσεις κανιβαλισμού».
Τα εντυπωσιακά αυτά επίθετα κατέκλυσαν τα media, τα οποία ένιωθαν πως έπρεπε να «εξηγήσουν» το ασύλληπτο έγκλημα μεταφέροντας τον δράστη στη σφαίρα του απόλυτου κακού. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα μορφή εγκληματία που δεν ταίριαζε στα συνήθη πρότυπα.
Η πενταπλή οικογενειακή δολοφονία από έναν μορφωμένο νεαρό, χωρίς προφανές κίνητρο, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Πολλοί σχολιαστές έγραφαν πως τέτοια εγκλήματα «δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα» και αναζήτησαν ερμηνείες σε ακραία πλαίσια. Έτσι, η δημόσια συζήτηση διολίσθησε συχνά σε σχεδόν μεσαιωνικές αντιλήψεις: ο δολοφόνος παρουσιάστηκε ως «τρελός» και ο «τρελός» ταυτίστηκε με το απόλυτο κακό.
Η τελική καταδίκη και φυλάκισή του ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή την αίσθηση δικαιοσύνης: ο «τρελός της Θάσου» ήταν πια κλεισμένος και η κοινωνική τάξη αποκαταστάθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι επί χρόνια, κάθε φορά που επρόκειτο να γίνει αναφορά στον Θεόφιλο Σεχίδη, τα media επαναλάμβαναν την ίδια δαιμονοποιητική ρητορική. Ακόμη και δύο δεκαετίες μετά, το 2017, όταν έγινε γνωστό ότι ο πολυϊσοβίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει αποφυλάκιση, πολλοί τίτλοι ειδήσεων αναβίωσαν το κλίμα τρόμου των ’90s: «Αποφυλακίζεται ο κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφσκι» και «επιστρέφει στη Θάσο ο γιος του Φρανκενστάιν» ήταν μερικά από αυτά. Οι φράσεις αυτές υπογράμμιζαν ότι στα μάτια του κοινού ο Σεχίδης είχε χαραχθεί ανεξίτηλα ως η ενσάρκωση του κακού – ένα όνομα που έγινε συνώνυμο της φρίκης για τη σύγχρονη Ελλάδα.
Το ψυχολογικό προφίλ του δράστη
Παρά την εικόνα του «δαιμονισμένου killer» που φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα, η πραγματικότητα του ψυχολογικού προφίλ του Θεόφιλου Σεχίδη ήταν σύνθετη και τραγική. Ο ίδιος ο δράστης, πριν διαπράξει το έγκλημα, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις αρχές για κάτι σοβαρό – αντιθέτως, ήταν γνωστός ως ένας ήσυχος, μοναχικός φοιτητής. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με ιδιαιτερότητες: η μεγαλύτερη αδελφή του έπασχε από σχιζοφρένεια και αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.
Ο νεαρός Θεόφιλος φέρεται να είχε και ο ίδιος εκκεντρικές αντιλήψεις και δυσκολία κοινωνικής προσαρμογής. Συγγενείς και γνωστοί αργότερα θα πουν ότι «κάτι παράξενο υπέβοσκε» στη συμπεριφορά του, όμως τίποτα δεν προμήνυε μια τόσο ακραία πράξη βίας. Μοναδικό σημάδι κινδύνου ίσως αποτελούσε ένα περιστατικό τον Ιούλιο του ’96, όταν ο Σεχίδης εντοπίστηκε με παράνομα όπλα στο αυτοκίνητό του (μια κοντόκαννη καραμπίνα, κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια) – γι’ αυτό καταδικάστηκε τότε σε μερικούς μήνες φυλάκιση με αναστολή.
Ωστόσο ούτε τότε, λίγες μόλις εβδομάδες πριν το μακελειό, φάνηκε το πραγματικό του σκοτεινό σχέδιο. Μετά τη σύλληψή του, τέθηκε εξαρχής το ερώτημα: ήταν τρελός ο Θεόφιλος Σεχίδης; Οι πράξεις του –η μαζική δολοφονία της οικογένειάς του και ο μεταγενέστερος διαμελισμός– σε πολλούς έμοιαζαν αδιανόητες χωρίς κάποιο σοβαρό ψυχιατρικό υπόβαθρο.
Από την άλλη, η νηφαλιότητα και η οργανωμένη προσπάθειά του να καλύψει το έγκλημα (με απόκρυψη των πτωμάτων και ψύχραιμη συμπεριφορά επί δύο μήνες) έδειχναν ένα άτομο που ήξερε τι έκανε. Το θέμα απασχόλησε έντονα τόσο τους ειδικούς όσο και την κοινή γνώμη. Ψυχίατροι που εξέτασαν τον Σεχίδη μετά τη σύλληψη κατέληξαν ότι δεν έπασχε από ψύχωση, αλλά από μια πιο ήπια διαταραχή. Συγκεκριμένα, ύστερα από πεντάμηνη παρακολούθηση, διαγνώστηκε ότι πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας και όχι από κλινική σχιζοφρένεια – επομένως είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και δεν έχρηζε ακαταλόγιστου.
Το συμπέρασμα αυτό παρουσιάστηκε στο δικαστήριο από τους πραγματογνώμονες ψυχιάτρους και αποτέλεσε βάση για την απόφαση των δικαστών. Πράγματι, στη δίκη που ακολούθησε τον Ιούνιο του 1997, ο Θεόφιλος Σεχίδης κρίθηκε ένοχος εν πλήρη συνειδήσει. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη, μία για κάθε ανθρώπινη ζωή που αφαίρεσε. Ο ίδιος εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου «κυνικός, αμετανόητος και αδιαφορώντας για τον κόσμο που τον αποδοκίμαζε».
Μάλιστα, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει, φάνηκε να αντιλαμβάνεται τη δεινή του θέση: «Ασφαλώς θα με ενδιέφερε να μειωθεί η ποινή… Αλίμονο. Αλλά τι μπορεί να γίνουν οι πέντε φορές ισόβια; Είτε τρις, είτε δις ισόβια, μια ζωή στη φυλακή είναι πάλι» είπε στο δικαστήριο, δείχνοντας πλήρη συνειδητοποίηση ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του φυλακισμένος.
Το ψυχολογικό προφίλ που αναδύθηκε για τον δράστη ήταν εκείνο ενός ανθρώπου με σοβαρές ιδιοσυγκρασιακές διαταραχές, που όμως δεν είχαν ποτέ αντιμετωπιστεί θεραπευτικά. Οι ειδικοί συμπέραναν ότι ο Σεχίδης ζούσε σε έναν δικό του κόσμο παρανοϊκών ιδεών – πίστευε ακράδαντα ότι οι δικοί του συνωμοτούσαν εναντίον του, ένα κλασικό σύμπτωμα παραληρητικών ιδεών. Ταυτόχρονα, η έρευνα έφερε στο φως κάποιες ενδείξεις οργανικών ανωμαλιών: σε αξονικές τομογραφίες εγκεφάλου στις οποίες είχε υποβληθεί (το 1992 και αργότερα στη φυλακή) εμφανίστηκαν ορισμένα «μη φυσιολογικά ευρήματα», πιθανώς ενδεικτικά κάποιας νευρολογικής δυσλειτουργίας. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν μπορούσε να μειώσει την ευθύνη του για το έγκλημα.
Όπως το έθεσε γλαφυρά ο εγκληματολόγος Γιάννης Πανούσης, «δικαίως του καταλογίστηκε πλήρης ευθύνη των πράξεών του. Έχασε τον έλεγχο και δεν τον έχασε ως τρελός». Ο Πανούσης σχολίασε και την φρίκη του διαμελισμού, λέγοντας: «Δεν μπορεί να δείξει χαρακτήρα [ο δράστης], γιατί μετά [το φονικό] επικρατεί πανικός… Είναι αφελές να θεωρείς πως μπορείς να καλύψεις τέτοια εγκλήματα».
Πράγματι, όσο κι αν ο Σεχίδης προσπάθησε να εξαφανίσει τα ίχνη, το αδιανόητο της πράξης του δεν μπορούσε να μείνει κρυφό. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο «μύθος» του Θεόφιλου Σεχίδη ως μοναδικού κακού συνεχίστηκε να αιωρείται. Κάποιοι ψυχίατροι εξέφρασαν μεταγενέστερα διαφορετικές γνώμες για τη διάγνωσή του.
Το 2010, ο ψυχίατρος Γεώργιος Τζεφεράκος (υπεύθυνος στη ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού) διατύπωσε την άποψη ότι ο Σεχίδης έπασχε τελικά από σχιζοφρένεια, και πως ενδεχομένως στην πρώτη αξιολόγηση δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως η ψυχική νόσος. Σύμφωνα με τον ίδιο, πολλές φορές στα αρχικά στάδια είναι δύσκολο να τεθεί οριστική διάγνωση, διότι η κλινική εικόνα μπορεί να αλλάζει με τον χρόνο. Η διαταραχή προσωπικότητας (σχιζότυπη) με την οποία αρχικά χαρακτηρίστηκε ο Σεχίδης μοιάζει με τη σχιζοφρένεια, αλλά δεν είναι το ίδιο – δεν περιλαμβάνει τόσο έντονες ψευδαισθήσεις ή σταθερά παραληρήματα.
Ωστόσο, ακόμη κι αν ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι ο δράστης είχε όντως βαριά ψυχική ασθένεια, το γεγονός παραμένει: ο Θεόφιλος Σεχίδης διέπραξε το έγκλημα έχοντας σώας τας φρένας (κατά τον νομικό ορισμό) και γι’ αυτό τιμωρήθηκε όπως ορίζει ο νόμος. Ο «μακελάρης της Θάσου», όπως τον αποκαλούσαν, έμεινε στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του. Στις 12 Φεβρουαρίου 2019 ο Σεχίδης πέθανε στο ψυχιατρείο κρατουμένων του Κορυδαλλού από καρδιακή ανακοπή, σε ηλικία 46 ετών. Είχε περάσει σχεδόν 22 χρόνια πίσω από τα σίδερα, κουβαλώντας τον βαρύ τίτλο του «εγκληματία του αιώνα».
Το βίντεο προβλήθηκε στο τοπικό κανάλι ΕΝΑ της Καβάλας το 2017, με αφορμή την αίτηση αποφυλάκισης του Σεχίδη. Περιλαμβάνει δηλώσεις του στον Τύπο ότι σκότωσε την οικογένειά του γιατί «είχαν σχέδιο» να τον σκοτώσουν αυτοί, λέει και συμπληρώνει: «Τους πρόλαβα».
Πηγή: protothema.gr