
Στις αρχές του χρόνου, το νησί της Σαντορίνης βρέθηκε στο επίκεντρο των επιστημόνων, καθώς μέσα σε λίγες εβδομάδες ταρακουνήθηκε από σχεδόν 30.000 σεισμικές δονήσεις. Οι κάτοικοι της περιοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μαζικά τα σπίτια τους, τουρίστες από όλο τον κόσμο ακύρωσαν τις κρατήσεις τους, ο δήμος Θήρας κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η επιστημονική κοινότητα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τα δεδομένα που έφταναν από τα όργανα μέτρησης. Τώρα, μια πολυεθνική ερευνητική ομάδα έρχεται να δώσει απαντήσεις στο τι ακριβώς ήταν αυτό που προκάλεσε τη διεθνή ανησυχία.
Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 31 επιστήμονες από έξι χώρες και η οποία δημοσιεύτηκε στην κορυφαία επιστημονική επιθεώρηση Nature, αποκαλύπτει ότι η κατάσταση που βίωσε το νησί οφειλόταν σε μια σειρά από συγκεκριμένα γεωλογικά δεδομένα. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, το φαινόμενο συνδέεται με το μάγμα που κυκλοφορούσε σε αρκετά μεγάλο βάθος, κάτω από τον φλοιό της Γης. Για πρώτη φορά αποδείχθηκε ότι το ηφαίστειο της Σαντορίνης και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, που βρίσκεται περίπου επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά, μοιράζονται κοινό μαγματικό σύστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, στα τέλη Ιανουαρίου του 2025 δημιουργήθηκε ένας κάθετος «διάδρομος» μήκους περίπου 13 χιλιομέτρων μέσα στον γήινο φλοιό, μέσω του οποίου το μάγμα ανυψώθηκε μέχρι να φτάσει τρία μόλις χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια. Το πέρασμά του αυτό συνοδεύτηκε από χιλιάδες σεισμούς, μερικοί εκ των οποίων ξεπέρασαν τους 5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Η δραστηριότητα αυτή κράτησε σχεδόν έναν μήνα και, αν και δεν κατέληξε σε ηφαιστειακή έκρηξη, εντούτοις, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το ενδεχόμενο μιας υποθαλάσσιας έκρηξης με κίνδυνο τοπικού τσουνάμι ήταν απολύτως υπαρκτό.
Η δραστηριότητα, επί της ουσίας, είχε ξεκινήσει αρκετούς μήνες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2024, όταν οι γεωφυσικοί εντόπισαν ανησυχητικά σημάδια: το έδαφος στο εσωτερικό της καλντέρας της Σαντορίνης άρχισε να ανυψώνεται και οι εκπομπές αερίων στο νησάκι της Νέας Καμένης αυξήθηκαν. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει ότι αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια θα κορυφώνονταν με τον τρόπο που είδαμε τον Ιανουάριο.
Όταν οι σεισμοί ξεκίνησαν στις 27 Ιανουαρίου, το νησί βίωσε στιγμές πανικού. Οι περισσότεροι κάτοικοι (υπολογίζεται ότι έφυγαν περίπου τα τρία τέταρτα του πληθυσμού) εγκατέλειψαν άρον άρον τα σπίτια τους. Στρατός, Πυροσβεστική και Αστυνομία κινητοποιήθηκαν για να διασφαλίσουν τη μετακίνηση των πολιτών, ενώ τα σχολεία παρέμειναν κλειστά για δύο εβδομάδες. Παράλληλα, επικαιροποιήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν τα σημεία συγκέντρωσης, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού ή ηφαιστειακής έκρηξης.
Η έρευνα επισημαίνει ότι προς τα μέσα Φεβρουαρίου το μάγμα σταμάτησε να τροφοδοτεί τον δίαυλο και η σεισμικότητα σταδιακά μειώθηκε. Ωστόσο, οι επιστήμονες προειδοποιούν πως η περιοχή, όπου συγκλίνουν η Ευρασιατική και η Αφρικανική τεκτονική πλάκα, παραμένει από τις πιο ενεργές ηφαιστειακά στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον μπορεί να σημειωθούν ξανά έντονα φαινόμενα, ακόμα και με καθυστέρηση αρκετών μηνών από τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν πανεπιστημιακοί και ειδικοί από την Αθήνα, τη Ρώμη, το Βερολίνο και το Ρέικιαβικ, ενώ από την ελληνική πλευρά συνυπέγραψαν τη μελέτη οι ερευνητές Παρασκευή Νομικού, Δημήτρης Αναστασίου, Κώστας Ραπτάκης και Μαρία Τσακίρη.
Πηγή: newsbeast.gr