ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Γιατί δεν βγαίνουν οι αριθμοί της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ και ΕΕ

Στον «αέρα» 1,3 τρισ. δολάρια για επενδύσεις και ενέργεια

Δύο από τις κεντρικές προβλέψεις της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, που «σφράγισαν» η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, μοιάζουν να είναι στον αέρα, περισσότερο ίσως ένα ευχολόγιο παρά ένα ρεαλιστικό κείμενο.

Η πρώτη είναι η απαίτηση των ΗΠΑ να αγοράσει η Ευρώπη αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα αξίας 750 δισ. δολαρίων μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Δηλαδή εισαγωγής φυσικού αερίου, πετρέλαιο και πυρηνικής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs). Δεύτερη είναι η απαίτηση για επενδύσεις στις ΗΠΑ που θα φτάνουν τα 600 δισ. δολάρια.

Ακόμη και για τα μεγέθη της ΕΕ που φιλοξενεί μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, τα ποσά είναι ιλιγγιώδη. Φαίνονται μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα αν δούμε ποιο είναι το τρέχουν ισοζύγιο των δύο πλευρών.

Ωστόσο, σημειώνει το Politico, οι συνολικές εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ ήταν πέρυσι κάτω από 80 δισ. δολάρια – αυτό το ποσό πρέπει να αυξηθεί κατά... 400% σε ένα χρόνο~! Ακόμη και όλες οι εξαγωγές των ΗΠΑ που σχετίζονται με την ενέργεια δεν ήταν πολύ μεγαλύτερες από τον στόχο των 250 δισ., καθώς πέρυσι ήταν συνολικά στα στα 330 δισ. δολάρια.

Με άλλα λόγια, ούτε η ζήτηση από την Ευρώπη μπορεί να αυξηθεί τόσο πολύ, αλλά ούτε και η παραγωγή από τις ΗΠΑ θα είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε αυτές τις απαιτήσεις. Υπάρχουν και οι αισιόδοξοι, όπως ο επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφκοβιτς, που θεωρεί ότι οι αριθμοί είναι εφικτοί...

Ήδη από τώρα ειδικοί λένε ότι η συμφωνία θα τροποποιηθεί για να επιμηκυνθεί και να φτάσει τα 10 χρόνια. Αυτό την ώρα που η ΕΕ έχει εκφράσει την επιθυμία για σταδιακή απεξάρτηση των μελών της από το φυσικό αέριο. Εξάλλου, αναλυτές σημειώνουν ακόμη και το ότι η κοινή ευρωπαϊκή πλατφόρμα αγοράς ενέργειας έχει φέρει ελάχιστες συμφωνίες μέχρι σήμερα, με την απόφαση να παραμένει αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους.

Το σχέδιο περιλαμβάνει ακόμη το πετρέλαιο και την πυρηνική ενέργεια. Το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι χώρες της ΕΕ εισήγαγαν 1,53 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα από τις ΗΠΑ, ποσότητα με αξία που φτάνει τα 19 δισ. δολάρια.

Τελικά, μόνο η πυρηνική ενέργεια, με έμφαση στους SMRs, θεωρείται η μόνη πιθανή λύση για να πλησιάσει η ΕΕ τον στόχο των 750 δισ.

Ως προς το ζήτημα των επενδύσεων, η Κομισιόν, μία μόλις ημέρα μετά τη συμφωνία με την αμερικανική πλευρά, παραδέχτηκε ότι δεν έχει την εξουσία για να τηρήσει την υπόσχεση για επενδύσεις 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην οικονομία των ΗΠΑ. Μια υπόσχεση που φέρεται να ήταν καταλυτική για να φτάσουμε στη συμφωνία.

Δύο αξιωματούχοι της ΕΕ δήλωσαν μάλιστα στο Politico ότι τα χρήματα αυτά μπορούν να προέλθουν αποκλειστικά από ιδιωτικές επενδύσεις, τις οποίες ωστόσο η Κομισιόν δεν έχει τη δυνατότητα να διατάξει. Αλλά όσοι και αν φαίνεται αόριστος, ο αριθμός, σύμφωνα πάντα με τον αξιωματούχο, βασίζεται σε «λεπτομερείς συζητήσεις με επιχειρηματικές ενώσεις και εταιρείες για να διαπιστωθούν οι επενδυτικές τους προθέσεις».

«Σοβαρή ζημιά από τους δασμούς»

Όταν κάθισε κάπως η σκόνη άρχισε να «κάθεται», αυξήθηκαν και οι επιφυλακτικές φωνές, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρίτο πυλώνα της

«Η γερμανική οικονομία θα υποστεί σοβαρή ζημιά εξαιτίας των δασμών», δήλωσε ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς που εξέφρασε την εκτίμηση ότι «δεν θα περιοριστεί μόνο στη Γερμανία ή στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική».

«Παραδοχή αδυναμίας» από την πλευρά της ΕΕ είδε ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας και βετεράνος αξιωματούχος των Βρυξελλών Μισέλ Μπαρνιέ, μιλώντας για ένα αποτέλεσμα «κακών επιλογών που δεν διασφαλίζει ούτε την κυριαρχία ούτε την ευημερία της ηπείρου και των κρατών της».

Η Deutsche Bank, σε ανάλυση της, αναγνωρίζει το θετικό στοιχείο της αποτροπής ενός εμπορικού πολέμου, ωστόσο υπογραμμίζει πως οι οικονομικές συνέπειες και οι επενδυτικές μετατοπίσεις απαιτούν προσεκτική αποτίμηση. Σε προηγούμενη εκτίμηση η γερμανική τράπεζα έβλεπε ότι ένας δασμός της τάξεως του 10% θα προκαλούσε αρνητική επίδραση της τάξεως του 0,4% στο ΑΕΠ της ΕΕ.

Επιπλέον, η Deutsche Bank παρατηρεί ότι οι προσδοκίες της αγοράς για τον πληθωρισμό του 2026 παραμένουν κάτω από τον στόχο του 2%, κάτι που ίσως οδηγήσει την ΕΚΤ να εξετάσει μια ακόμα μείωση των επιτοκίων για λόγους «διαχείρισης κινδύνων», ειδικά αν το ευρώ συνεχίσει να ανατιμάται (παρά την σημερινή βουτιά του) και πιέσει περαιτέρω τις τιμές προς τα κάτω.

Πηγή: Protothema

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση