
ΚΥΠΕ
Δεν υπάρχει κάτι μεμπτό, δήλωσε την Πέμπτη ο Υφυπουργός Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής, Νικόδημος Δαμιανού, μετά από συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου της ειδικής έκθεσης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για την ηλεκτρονική ταυτότητα, η οποία ανέδειξε θέματα σε σχέση με την απευθείας ανάθεση της προσφοράς σε εταιρεία, και το ότι δεν έγινε εκούσια προκήρυξη μεταξύ άλλων.
Ένα από τα θέματα που έθιξαν τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου ήταν και ότι ο κ. Δαμιανού διετέλεσε ως Γενικός Διευθυντής της JCC, της εταιρείας στην οποία ανατέθηκε η προσφορά.
«Δεν υπάρχει κάτι μεμπτό, δεν έγινε κάτι λάθος και θεωρώ ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν πρέπει σήμερα να ικανοποίησαν», είπε ο κ. Δαμιανού σε δηλώσεις του μετά την συνεδρία.
«Θεωρώ ότι εξηγήσαμε το πλαίσιο και το ιστορικό βάθος αυτού του έργου», είπε.
Στην συνεδρία της Επιτροπής Ελέγχου, αναφέρθηκε επίσης ότι μόνο περίπου 7.000 ηλεκτρονικές ταυτότητες έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα.
Στην αρχική του τοποθέτηση, ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστοφίδης είπε ότι ζήτησε όπως συζητηθεί στην Επιτροπή το «πολύ σοβαρό θέμα», της απευθείας ανάθεσης της παροχής ηλεκτρονικών ταυτοτήτων. Είπε ακόμη ότι «ξενίζει το γεγονός» ότι ο Υφυπουργός ήταν Γενικός Διευθυντής της εταιρίας η οποία ανάλαβε με ανάθεση την πρόσφορα για αυτό το έργο.
Ο Γενικός Ελεγκτής, Ανδρέας Παπακωνσταντίνου, αναφερόμενος στα ευρήματα της έκθεσης, σημείωσε ότι το έργο θα μπορούσε ουσιαστικά να ξεκινήσει με την σχετική τροποποίηση στη νομοθεσία το 2021, και ότι ο λόγος που εξέτασαν την προσφορά ήταν γιατί έγινε απευθείας ανάθεση στην JCC ως πάροχος των εθνικών ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, και κατακυρώθηκε στα €3.850.000. Ανέφερε ότι η κατακύρωση του διαγωνισμού έγινε τον Οκτώβριο του 2024, και ότι στην Κύπρο, εκτός από την JCC δεν υπήρχε κάποιος άλλος πάροχος.
Σημείωσε ότι υπάρχουν στην Ευρώπη οργανισμοί που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν το έργο, αλλά ότι υπάρχουν πρόνοιες στην νομοθεσία ότι αυτές οι εταιρείες θα πρέπει να έχουν και γραφεία στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντίνου, ναι μεν δεν υπήρχαν άλλες εταιρείες στην Κύπρο εκτός από την συγκεκριμένη, αλλά θα έπρεπε να διδόταν η ευχέρεια στην όποια εταιρία η οποία ενδιαφερόταν, να της δοθεί ένα χρονικό διάστημα να ικανοποιήσει τα προαπαιτούμενα.
«Θα έπρεπε να δημιουργούσε συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά και θα παίρναμε και καλύτερες τιμές», είπε ο Γενικός Ελεγκτής.
Είπε ακόμη ότι ανέμεναν από το Υφυπουργείο να ενεργήσει πιο νωρίς, αλλά και ότι, ακόμη και το 2024 μετά την διαπραγμάτευση με την JCC, θα μπορούσε να έκανε μια εκούσια προκήρυξη, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, και να δώσει την ευκαιρία σε άλλους ενδιαφερόμενους να κάνουν ένσταση. «Δεν το έπραξε», είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Σε σχέση με το γεγονός ότι ο κ. Δαμιανού διετέλεσε ως Γενικός Διευθυντής της JCC, ο Γενικός Ελεγκτής είπε ότι το Υφυπουργείο, έχοντας υπόψη και την ιδιάζουσα σχέση του Υφυπουργού, θα μπορούσε να κάνει καλυτέρους χειρισμούς για αυτό το έργο. Σημείωσε ότι η κατακύρωση αφορά στις πρώτες 100.000, αλλά ότι ο πρώτος πάροχος έχει και προτέρημα για μελλοντικές προκηρύξεις.
Άλλο θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Παπακωνσταντίνου, είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να εγκρίνει την διαδικασία ή την εταιρεία, όμως, δεδομένου ότι λήφθηκε απόφαση στο Υπουργικό για το θέμα αυτό, ενδέχεται να δημιουργείται μια πίεση στο Συμβούλιο Προσφορών του Υφυπουργείου από το να πάρει απερίσπαστα την απόφασή του.
Είπε ακόμη ότι, η εισαγωγή της ηλεκτρονικής ταυτότητας στην Κύπρο, είναι μια υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υλοποιήσει το έργο μέχρι το 2026 και ότι η προσφορά που κατοχυρώθηκε ήταν για τις πρώτες 100.000. Μέχρι σήμερα, είπε, υπήρξε χαμηλό ενδιαφέρον, αφού έγιναν γύρω στις 7.000. Ανέφερε ότι είναι πολύπλοκη διαδικασία η εξασφάλιση της ηλεκτρονικής ταυτότητας.
Ο κ. Χριστοφίδης σημείωσε ότι για κάποιο λόγο το Υπουργικό Συμβούλιο παρενέβη «καθ’ υπέρβαση εξουσίας, για να καθοδηγήσει και να δρομολογήσει τις εξελίξεις».
Εκπρόσωπος αρμόδιας υπηρεσίας ανέφερε στην Επιτροπή ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έχει λόγο στην απόφαση δημόσιων συμβάσεων.
Ο Υφυπουργός σημείωσε ότι, για να τεθεί σε συνέδρια το Συμβούλιο Προσφορών έπρεπε να ληφθεί πολιτική απόφαση για επιχορήγηση των πρώτων 30.000 ταυτοτήτων. Η απόφαση για την ανάθεση, καθήκοντος πάρθηκε από το Συμβούλιο Προσφορών πρόσθεσε.
Σε ερώτηση των Βουλευτών αν γίνεται αναφορά στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στην εταιρεία, ο Υφυπουργός είπε ότι στην πρόταση δεν γίνεται αναφορά στη διαδικασία, γίνεται όμως στο όνομα της εταιρείας.
Ο κ. Δαμιανού, απαντώντας στο γιατί δεν έγινε εκούσια προκήρυξη, ανέφερε στην Επιτροπή ότι το 2020 καθόρισε η Κυβέρνηση το πλαίσιο των εθνικών ηλ. ταυτοτήτων, σημειώνοντας ότι δεν θα έβγαζε ανοικτό διαγωνισμό, αλλά ένα πλαίσιο κάτω από το οποίο όποιος πάροχος τηρεί τις πρόνοιες, να αδειοδοτηθεί και να είναι σε θέση να παρέχει αυτό εργαλείο. Σημείωσε ότι αυτό το πλαίσιο δένει με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο QTSP (Πιστοποιημένος Πάροχος Υπηρεσιών Εμπιστοσύνης).
Έγινε σχετική νομοθεσία το 2021, είπε, και τέσσερα χρόνια μετά δόθηκε η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους παρόχους να ανοίξουν τα γραφεία τους, ενώ, μεταξύ άλλων, τα μηχανήματα που θα έχουν τις πληροφορίες θα έπρεπε να ήταν στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είπε ότι δεν συμφέρει στις μεγάλες εταιρείες να εγκαταστήσουν γραφεία στην Κύπρο.
Σημείωσε ακόμη ότι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το σχήμα της ηλεκτρονικής υπογραφής της ΚΔ μετά τον Δεκέμβριο του 2023, «άρα από το 2024 και μετά θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο επιχορήγησης».
Σε παρατήρηση της Βουλευτή του ΑΚΕΛ, Ερήνης Χαραλαμπίδου, ότι αν δινόταν επαρκής χρόνος να έρθουν στην Κύπρο ίσως να έρχονταν και άλλες εταιρείες, ο Υφυπουργός είπε ότι οι εταιρείες είχαν την ευκαιρία 3 με 4 χρόνια να έρθουν, αν ήθελαν.
Η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Σάβια Ορφανίδου είπε ότι ένα σοβαρό ζήτημα που εντοπίζει είναι το ότι αν υπάρχει στην απόφαση η λέξη ‘JCC’ είναι πρόβλημα για την διαδικασία.
Η κ. Χαραλαμπίδου ρώτησε αν ήταν τόσο σημαντικά τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας που να υποχρεώνουμε οποιαδήποτε εταιρείες να έχουν γραφεία στην Κύπρο. Θα έπρεπε η εθνική νομοθεσία να είναι πιο χαλαρή λόγω τη μικρής αγοράς της Κύπρου για να μπορούν να έρχονται και άλλες εταιρείες, είπε.
Ο κ. Χριστοφίδης έθεσε το θέμα ότι δεν μπήκε στον προϋπολογισμό του Υφυπουργείου η επιχορήγηση, και ότι, άρα, η Βουλή δεν είχε ιδέα να ασκήσει έλεγχο για αυτό. Αναφερόμενος στην διαδικασία που ακολουθήθηκε είπε ότι υπάρχουν επίσημες διαδικασίες όπως η προκήρυξη προσφορών, και να ξέρουν εκ των προτέρων την πρόθεση της Κυβέρνησης να επιχορηγήσει περίπου 4 εκατομμύρια.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Αλέκος Τρυφωνίδης, απευθυνόμενος στον Γενικό Ελεγκτή είπε ότι πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα από την Εισαγγελία και την ΜΟΚΑΣ και να ελεγχθούν λογαριασμοί για να μην αιωρείται «ένα πέπλο μυστηρίου» πάνω από τον Υφυπουργό ή τον οποιανδήποτε.
Η Βουλευτής Αλεξάνδρα Ατταλίδου, σημειώνοντας ότι το συμβόλαιο προνοεί 100.000 ηλ. ταυτότητες, ρώτησε αν άλλαξε το συμβόλαιο για να μην χαθούν τα χρήματα για τις υπόλοιπες που δεν βγήκαν.
Ο Βουλευτής Ανδρέας Αποστόλου, είπε ότι το Κράτος έχει ευθύνη να ενημερωθεί και ο κόσμος για τα οφέλη της ηλεκτρονικής ταυτότητας, σημειώνοντας ότι δεν είδε επαρκή ενημέρωση.
Ο Υφυπουργός, απαντώντας, είπε ότι, η νομοθεσία καθορίζει μέγιστο κόστος που μπορεί να χρεώσει ο κάθε πάροχος €50 για τρία χρόνια για δύο πιστοποιητικά και ότι, αν δει κάποιος τις χρεώσεις του μεγαλύτερου πάροχου στην Ελλάδα, είναι €160 για ένα χρόνο. Μία μόνο ηλεκτρονική υπογραφή είναι περίπου €100, είπε, σημειώνοντας ότι το Υφυπουργείο έβαλε εκτίμηση για την διαπραγμάτευση €39 αντί €50 και μετά το έριξε στα €38.
Σε σχέση με την εκούσια προκήρυξη, αναφέρθηκε σε αποφάσεις στο Υφυπουργείο ότι αυτή η προαιρετική διαδικασία δεν είχε ουσία. «Οι λειτουργοί πήραν αυτή την απόφαση αλλά το θεωρούσα αυτονόητο, θεωρώ ότι σωστά το έπραξαν για την συγκεκριμένη αγορά», είπε.
Σε σχέση με τους περιορισμούς για το θέμα των παρόχων, είπε ότι οι πλείστες χώρες που έχουν εθνικό σχήμα ηλ. ταυτότητας, αυτό πράττουν, και ότι είναι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος τομέας. «Δεν το βρισκω καθόλου παράλογο να υπάρχει αυτός ο περιορισμός», είπε.
Για το κόστος της σύμβασης, είπε ότι το Υφυπουργείο ξεκίνησε να μιλά με την εταιρεία για παράταση για τρία χρόνια.
Ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υφυπουργείου, Γιώργος Κωμοδρόμος, ανέφερε στην Επιτροπή ότι, η νομοθεσία για αυτά τα προϊόντα ψηφίστηκε το 2018 και αφορούσε την ηλ. υπογραφή και σφραγίδα, ότι τον Φεβρουάριο του 2019 η JCC εξασφάλισε την εξουσιοδότηση να είναι πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης, και το 2021 ψηφίστηκε η νέα νομοθεσία για ηλ. ταυτότητες.
Σε σχέση με την διαδικασία που ακολουθήθηκε, είπε ότι το 2020 ανακοίνωσαν το πλαίσιο εθνικού σχεδίου και τους όρους και ότι η πρόθεση ήταν να προωθήσει την αγορά 250,000 ηλ. υπογραφών. Αυτό είπε, ανακοινώθηκε και σε ιστοσελίδες της ΕΕ. «Θεωρούμε ότι η αγορά ήταν ενήμερη για τις προθέσεις της ΚΔ», είπε, σημειώνοντας ότι υπήρξε αρχικό ενδιαφέρον από εταιρίες από το Ισραήλ, την Ελλάδα και τη Cyta. «Θεωρήσαμε ότι η αγορά ήξερε, δόθηκε επαρκής χρόνος να ενεργοποιηθεί, έγιναν κάποιες επαφές», είπε, σημειώνοντας ότι δεν συμφέρει στις εταιρείες να ενεργοποιηθούν στην Κύπρο, λόγω πολύ μεγάλου κόστους, και λόγω του ότι θα ήταν €50 οι ταυτότητες, ενώ σε άλλα κράτη-μέλη είναι €100-€150.
Σε παρατήρησή της, η κ. Ατταλίδου είπε ότι έπρεπε να γίνει εκούσια προκήρυξη. Σημείωσε ακόμη ότι εταιρείες από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν εκδηλώνουν ενδιαφέρον γιατί «είμαστε προβληματική χώρα».
Ο κ. Κωμοδρόμος είπε ότι πάνω από τις μισές χώρες στην ΕΕ έχουν μόνο έναν πάροχο.
Η Επιτροπή ζήτησε από το Υφυπουργείο να καταθέσει, μεταξύ άλλων, αντίγραφα της απόφασης να μην ακολουθηθεί εκούσια προκήρυξη, την σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, και από τον Γενικό Ελεγκτή την προκαταρκτική έκθεση της ΕΥ που είχε σταλεί στο Υφυπουργείο για σχολιασμό.
Δηλώσεις
«Θεωρώ ότι εξηγήσαμε το πλαίσιο και το ιστορικό βάθος αυτού του έργου, πώς ξεκίνησε από το 2017, το 2020 που αποφασίστηκε, σχεδιάστηκε το πλαίσιο και βγήκε σε δημόσια διαβούλευση, και το 2021, όπου πλέον ενσωματώθηκε σε νομοθεσί», είπε ο Υφυπουργός στις δηλώσεις του μετά την συνεδρία.
«Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε και θεωρώ ότι ορθά έπραξε, είχαμε ήδη καθυστερήσει ως χώρα να του πράξουμε, να επιχορηγήσει ένα μικρό μέρος αυτών των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και η μόνη λύση που υπήρχε ήταν ο συγκεκριμένος πάροχος», είπε, μεταξύ άλλων, σημειώνοντας ότι «δεν υπάρχει κάτι μεμπτό, δεν έγινε κάτι λάθος και θεωρώ ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν πρέπει σήμερα να ικανοποίησαν».
Κληθείς από δημοσιογράφο να απαντήσει σε σχέση με τις αναφορές ότι διετέλεσε εκτελεστικός διευθυντής στη συγκεκριμένη εταιρεία, ο κ. Δαμιανού είπε «δεν είναι μυστικό ότι αυτό συνέβη, αλλά νομίζω αυτό που έχω περιγράψει, η ιστορία αυτού του έργου, καταρρίπτει την όποια σκιά μπορεί να αφεθεί, η οποία ή μπορεί να αφέθηκε από την αναφορά στην έκθεση της ΕΥ». Σημείωσε ότι το έργο έτυχε σχεδιασμού και με συμβούλους την Κυβέρνηση της Εσθονίας από το 2017 μέχρι το 2019, το 2020 κατεγράφη το πλαίσιο, το οποίο καθόριζε τον τρόπο αδειοδότησης - η Κυβέρνηση να μην βγει σε προσφορές φορές να επιλέξει έναν πάροχο, αλλά να το αφήσει ανοιχτό, όποιος θέλει να έρθει στην Κύπρο να αδειοδοτηθεί - «και επομένως είναι τέτοιο το ιστορικό βάθος που δεν υπάρχει κάτι που να παραπέμπει σε οτιδήποτε αφορά το άτομό μου, ούτε και νομίζω ότι με απασχολεί το θέμα».
Ερωτηθείς αν υπήρχε περιθώριο ακόμα λίγες ημέρες για τυχόν ενδιαφέρον από άλλους φορείς μέσω της εκούσιας προκήρυξης, ο Υφυπουργός σημείωσε ότι ήταν ανοιχτό το πλαίσιο για 4, σχεδόν 5 χρόνια και έγιναν διαβουλεύσεις και επαφές μέσω του Τμήματος Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών όλο αυτό το διάστημα και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Ζαχαρίας Κουλίας, είπε στις δηλώσεις του ότι, για να έχει κάποιος ηλεκτρονική ταυτότητα πρέπει να πληρώνει συνδρομή και ότι όταν ο Κύπριος πολίτης ακούσει ότι θα πληρώνει συνδρομή, δεν θα ενδιαφερθεί. «Πήγαν τζάμπα τα εκατομμύρια, είναι άνθρακας ο θησαυρός», είπε, σημειώνοντας ότι ζήτησαν διάφορα στοιχεία και θα επανέλθουν πιο συγκεκριμένα, όταν αυτά κατατεθούν.
Η κ. Χαραλαμπίδου, είπε ότι δεν δόθηκαν ικανοποιητικές απαντήσεις σε κάποια ζητήματα. Έθεσε το ερώτημα γιατί η εθνική νομοθεσία έγινε με τρόπο που να επιβάλλει στενά πλαίσια, σημειώνοντας ότι είναι αποτρεπτικός παράγοντας, για εταιρείες.
Είπε ακόμη ότι, σε τέτοιου είδους διαδικασίες πρέπει να υπάρχει «απόλυτη διαφάνεια», σημειώνοντας ότι η αναφορά της δεν αφορά στον Υφυπουργό αλλά στην κυβέρνηση.
Ο κ. Τρυφωνίδης είπε ότι η Έκθεση αναδεικνύει σοβαρά ζητήματα διαφάνειας και ότι η διαδικασία ανάθεσης δεν μπορεί να αφήνει σκιές. Οι πρακτικές που καταγράφονται στην έκθεση, είπε, «τραυματίζουν την εμπιστοσύνη των πολίτων». Η χαμηλή ζήτηση από τους πολίτες για τις πρώτες ηλ. ταυτότητες δείχνει ότι δεν υπάρχει η απαραίτητή ενημέρωση, είπε ακόμη, σημειώνοντας ότι ως παράταξη θα συνδράμουν «εποικοδομητικά».
Η κ. Ατταλίδου είπε ότι το κράτος θα πρέπει έγκαιρα να ετοιμάζει και προδιάγραφες αλλά και χρονοδιάγραμμα για όλα τα έργα ούτως ώστε όλες οι εταιρείες να μπορούν να εκδηλώνουν ενδιαφέρουν επί ίσοις όροις. Είπε ακόμη ότι υπάρχει «κακή εικόνα» για την διακυβέρνηση σε έργα στην Κύπρο και αποθαρρύνει εταιρείες. Να ετοιμάζονται ξεκάθαρες προσφορές και να είναι πιο ανοικτή η διαδικασία, είπε.