ΚΥΠΕ
Πέφτει η αυλαία στην πολύκροτη ποινική υπόθεση, που αφορά τόσο στο ρεπορτάζ του δημοσιογραφικού δικτύου Al Jazeera, όσο και σε γεγονότα στο πλαίσιο των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών, στη βάση του πορίσματος που ετοίμασε η Επιτροπή Μύρωνα Νικολάτου, με το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας να ανακοινώνει στις 17 Φεβρουαρίου του 2026 την ενοχή ή όχι των κατηγορουμένων στην υπόθεση, του πρώην Προέδρου της Βουλής Δημητρή Συλλούρη και του πρώην Βουλευτή και επιχειρηματία Χριστάκη Τζιοβάνη.
Στους κατηγορούμενους καταλογίζονται κατηγορίες διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας, με την Κατηγορούσα Αρχή να υποστηρίζει ότι τόσο ο Συλλούρης όσο και ο Τζιοβάνης χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους και την επιρροή τους, ώστε να επηρεάσουν τις διαδικασίες φυσιολογικής πολιτογράφησης επενδυτών, οι οποίες στις περιπτώσεις που εξετάζονται φέρεται να έγιναν κατ’ εξαίρεση ή με παράτυπες μεθόδους.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, μεταξύ άλλων, κατηγορούνται για συνωμοσία για καταδολίευση της Δημοκρατίας και επηρεασμό δημόσιου λειτουργού και παρεμβάσεις σε διαδικασίες πολιτογράφησης.
Απάντηση Κατηγορούσας Αρχής στις αγορεύσεις Τριανταφυλλίδη – Παπαϊωάννου
Κατά τη σημερινή διαδικασία η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Χάρις Καραολίδου, απάντησε στους συνήγορους υπεράσπισης, Χρίστο Τριανταφυλλίδη και Γιώργο Παπαϊωάννου, οι οποίοι έθεσαν κατά τις αγορεύσεις τους ζητήματα κατάχρησης της διαδικασίας και δίκαιης δίκης.
Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για «διαστρέβλωση γεγονότων» και απέρριψε τους ισχυρισμούς περί μη δίκαιης δίκης, απαντώντας στις θέσεις που ανέπτυξε ο συνήγορος υπεράσπισης του Χριστάκη Τζιοβάνη, Γιώργος Παπαϊωάννου.
Η κ. Καραολίδου απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, υποστηρίζοντας ότι η υπεράσπιση επιχειρεί να συγχέει διαφορετικά ζητήματα, προκειμένου να δημιουργήσει εικόνα αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου.
Το ζήτημα της μη κλήτευσης Πιττάτζιη
Κεντρικό σημείο της αγόρευσης της κ. Καραολίδου αποτέλεσε η μη κλήτευση του Αντρέα Πιττάτζιη ως μάρτυρα από την Κατηγορούσα Αρχή.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Παπαϊωάννου κατά την αγόρευση του υποστήριξε ότι επρόκειτο για ουσιώδη μάρτυρα, του οποίου η απουσία προκάλεσε «αδικία» στη διαδικασία.
Η κ. Καραολίδου αντέτεινε ότι η επιχειρηματολογία αυτή πάσχει από εσωτερικές αντιφάσεις, καθώς το ίδιο πρόσωπο παρουσιάζεται άλλοτε ως ουσιώδης μάρτυρας και άλλοτε ως κεντρικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης.
Όπως επιχειρηματολόγησε, η ταυτόχρονη επίκληση και των δύο ιδιοτήτων υπονομεύει τη λογική συνοχή των ισχυρισμών της υπεράσπισης.
Παράλληλα, διερωτήθηκε κατά πόσο υφίστανται πράγματι κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, σημειώνοντας ότι εάν αυτά ήταν ουσιώδη δεν θα χρειαζόταν εκτενής επιχειρηματολογία για να αναδειχθούν.
Απόρριψη της επιχειρηματολογίας με τροχαίο ατύχημα
Επιπροσθέτως, η κ. Καραολίδου αναφέρθηκε και στο παράδειγμα που χρησιμοποίησε η υπεράσπιση Τζιοβάνη, παρομοιάζοντας την υπόθεση με τροχαίο ατύχημα, στο οποίο εμφανίζεται στο δικαστήριο ένας συνεπιβάτης αντί του οδηγού.
Η Κατηγορούσα Αρχή χαρακτήρισε την επιχειρηματολογία παραπλανητική, υποστηρίζοντας ότι το πρόσωπο που παρουσιάζεται ως «συνεπιβάτης» δεν ήταν παθητικός ή άνευ ευθύνης.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την αγόρευση, επρόκειτο για πρόσωπο που λάμβανε αποφάσεις, έδινε οδηγίες και καθόριζε την κατεύθυνση των ενεργειών, φέροντας ουσιαστικά τον έλεγχο της κατάστασης.
Η προσπάθεια, όπως ανέφερε, να παρουσιαστεί ο κατηγορούμενος ως απλός εκτελεστής ή «συνεπιβάτης» δεν στηρίζεται ούτε νομικά, ούτε λογικά.
«Στόχος η σύγχυση του Δικαστηρίου»
Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε ότι η γραμμή υπεράσπισης αποσκοπεί στη δημιουργία σύγχυσης ως προς τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης και όχι στην ανάδειξη πραγματικών παραβιάσεων της δίκαιης δίκης, ενώ σημείωσε ότι οι θέσεις της υπεράσπισης «αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού».
Η Κατηγορούσα Αρχή απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό του συνηγόρου υπεράσπισης του Δημήτρη Συλλούρη, Χρίστου Τριανταφυλλίδη, ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης δεν μπορεί να χειριστεί την υπόθεση, λόγω προηγούμενης συμμετοχής του στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Όπως ανέφερε, κατά τον επίδικο χρόνο ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κατείχε τη θέση του Υπουργού Άμυνας και συμμετείχε στις αποφάσεις για πολιτογραφήσεις αποκλειστικά βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Σύμφωνα με την κ. Καραολίδου, τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν τότε στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι τα ίδια με εκείνα που προέκυψαν μεταγενέστερα.
Όπως τονίστηκε από την ίδια, κρίσιμα δεδομένα δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι δεν είχε καταβληθεί το απαιτούμενο τίμημα, λεπτομέρειες για το πραγματικό κόστος των επενδύσεων, καθώς και σειρά ενεργειών και επικοινωνιών του Δημήτρη Συλλούρη προς κρατικούς αξιωματούχους.
Απάντησε, επίσης, στον ισχυρισμό ότι η Δημοκρατία, θεωρώντας νόμιμες τις πολιτογραφήσεις, νομιμοποιεί κατ’ επέκταση και τις αποδιδόμενες παράνομες συμπεριφορές των κατηγορουμένων.
Όπως ανέφερε, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε με βάση τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, χωρίς να έχει πλήρη γνώση των πραγματικών δεδομένων, τα οποία αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον ισχυρισμό περί έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, με την Κατηγορούσα Αρχή να παραπέμπει στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, κατά την οποία κρίθηκε ότι απόπειρα της Βουλής να αποκλείσει τον Γενικό και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα από τη διαχείριση πορισμάτων για τις πολιτογραφήσεις παραβίαζε τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητές τους και έπληττε την ανεξαρτησία του θεσμού.
Όπως υπογραμμίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος, με αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικών διώξεων, βάσει των άρθρων 112 έως 114 του Συντάγματος.
Η εξουσία αυτή, όπως ανέφερε, ασκείται χωρίς κοινοβουλευτικό ή δικαστικό έλεγχο, πλην των ρητών συνταγματικών εξαιρέσεων και με μοναδικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Η κ. Καραολίδου σημείωσε ότι οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης δεν ευσταθούν και ότι δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων ή έλλειψης αμεροληψίας στη διαχείριση της υπόθεσης.
«Στοχευμένη διαστρέβλωση» των γεγονότων από την υπεράσπιση
Εξάλλου, η Κατηγορούσα Αρχή απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από τον κ. Τριανταφυλλίδη, υποστηρίζοντας ότι «καμία από τις θέσεις που προβλήθηκαν δεν βρίσκει εφαρμογή στα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης».
Όπως τόνισε, δεν τίθεται ζήτημα άδικης δίκης, διάκρισης εις βάρος των κατηγορουμένων ή καταχρηστικής άσκησης ποινικής δίωξης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Σημείωσε ότι οι νομικοί ισχυρισμοί της υπεράσπισης δεν εδράζονται στη μαρτυρία που προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία, κάνοντας λόγο για «σαφή και στοχευμένη διαστρέβλωση» των αποδεικτικών στοιχείων, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Όπως ανέφερε η κ. Καραολίδου, ο τρόπος παρουσίασης της υπόθεσης από την υπεράσπιση τις τελευταίες ημέρες επιχειρεί να αλλοιώσει την πραγματική εικόνα των γεγονότων.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στη λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου στο πλαίσιο του προγράμματος πολιτογραφήσεων.
Η κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν στη βάση εισηγήσεων και στοιχείων που υποβάλλονταν από τους αιτητές, χωρίς τα μέλη του Υπουργικού να έχουν πλήρη γνώση κρίσιμων δεδομένων, που αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα και τα οποία, όπως υποστηρίχθηκε, δεν ήταν γνωστά ούτε στις διωκτικές αρχές κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Ο Συλλούρης παρενέβη ενεργά
Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο Δημήτρη Συλλούρη, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε ότι δεν περιορίστηκε σε θεσμικό ή παθητικό ρόλο.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την αγόρευσή της, φέρεται να παρενέβη ενεργά για την επίσπευση και τον συντονισμό της εξέτασης συγκεκριμένων αιτήσεων πολιτογράφησης, αξιοποιώντας τη θεσμική του ιδιότητα ως δεύτερος τη τάξει πολιτειακός αξιωματούχος.
Ειδική μνεία έγινε στην υπόθεση Γκορνόφσκι όπου, όπως είπε η κ. Καραολίδου, υποβλήθηκε αίτημα επανεξέτασης χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων, με δεδομένα τα οποία είχαν ήδη αξιολογηθεί και απορριφθεί σε προηγούμενο στάδιο.
Κατά την ίδια, τέτοιες ενέργειες δεν μπορούν να θεωρηθούν απλές διοικητικές πράξεις, αλλά παρεμβάσεις που επηρεάζουν ουσιωδώς τη νομιμότητα της διαδικασίας.
Κλείνοντας, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εξέφρασε εμπιστοσύνη στο Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας ότι η υπόθεση εκδικάζεται από έμπειρους δικαστές, οι οποίοι θα αξιολογήσουν τα πραγματικά περιστατικά, τα τεκμήρια και τα πρακτικά της διαδικασίας «στην πραγματική τους διάσταση» και όχι μέσα από την εικόνα που -όπως είπε- επιχείρησε να δημιουργήσει η υπεράσπιση.
Το Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του για τις 17 Φεβρουαρίου του 2026, στις 10:00.




























