ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Διευκρινήσεις για τον καθορισμό Κατώτατου Μισθού

Η ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας

ΚΥΠΕ

Η Στατιστική Υπηρεσία, με βάση τον περί Επίσημων Στατιστικών Νόμο του 2021, ορίζεται ως η αρμόδια αρχή που έχει την ευθύνη για τον συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων στη Δημοκρατία για την ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση των επίσημων στατιστικών, οι οποίες καθορίζονται στο ετήσιο και στο πολυετές πρόγραμμα στατιστικών δραστηριοτήτων.

Οι επίσημες στατιστικές αναπτύσσονται, παράγονται και διαδίδονται στη βάση ομοιόμορφων ευρωπαϊκών προτύπων και εναρμονισμένων μεθόδων, προκειμένου να διασφαλίζεται η ποιότητα των αποτελεσμάτων και, στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόζονται από τη Στατιστική Υπηρεσία τα κριτήρια αξιολόγησης της στατιστικής ποιότητας, όπως αυτά ορίζονται στον περί Στατιστικής Νόμο του 2021 ήτοι καταλληλόλητα, ακρίβεια, έγκαιρη υποβολή, εμπρόθεσμη υποβολή, προσβασιμότητα και σαφήνεια, συγκρισιμότητα και συνοχή.

Εξ αφορμής των δημοσιευμάτων και συζητήσεων σχετικά με τον διάμεσο μισθό/διάμεσες απολαβές, η Στατιστική Υπηρεσία θεωρεί επιτακτική ανάγκη την παροχή διευκρινιστικών πληροφοριών σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει και τις επίσημες στατιστικές που παράγει και δημοσιεύει και οι οποίες σχετίζονται με το υπό αναφορά θέμα.

Αρχικά, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Στατιστική Υπηρεσία δημοσιεύει στοιχεία για μέσες και διάμεσες μηνιαίες απολαβές στη βάση δύο κύριων πηγών/στατιστικών εργασιών:

1)    Έρευνα Απολαβών

2)    Μέσες Μηνιαίες Απολαβές Υπαλλήλων από στοιχεία του Αρχείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Όσον αφορά την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (Survey on Income and Living Conditions – EU-SILC), η οποία αναφέρεται σε πρόσφατα δημοσιεύματα κατ’ επανάληψη, αποτελεί έρευνα που διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία βάσει Ευρωπαϊκού Κανονισμού, η οποία χρησιμοποιείται στον υπολογισμό στατιστικών που σχετίζονται με την κατανομή του εισοδήματος, τη φτώχια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης. Από την έρευνα αυτή δεν καταρτίζονται επίσημες στατιστικές για τις μέσες και διάμεσες απολαβές ούτε σε εθνικό επίπεδο από τη Στατιστική Υπηρεσία, αλλά ούτε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), αφού έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί εντελώς διαφορετικό σκοπό. Τα μεγέθη που παρουσιάζονται στις συζητήσεις δεν αποτελούν επίσημες στατιστικές αλλά αντιθέτως είναι αποτέλεσμα μελέτης στη βάση παραδοχών από ιδιώτες ερευνητές.

Η έρευνα «EU-SILC» οργανώνεται και διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία σε ετήσια βάση από το 2005, βάσει του ετήσιου Προγράμματος Στατιστικών Δραστηριοτήτων. Η «EU-SILC» όπως αναφέρεται σε πολλά δημοσιεύματα δεν είναι «Ευρωπαϊκή Υπηρεσία», δεν είναι «Ευρωπαϊκή Επιτροπή», δεν είναι «μεθοδολογία για τον καθορισμό των πραγματικοτήτων στην αγορά εργασίας» ούτε «Σχολή» ή «Μεθοδολογία της Eurostat» ή «Μεθοδολογία του ILO» για τον υπολογισμό των διάμεσων απολαβών. Ο διαχωρισμός δε της Έρευνας «EU-SILC» από τις υπόλοιπες επίσημες στατιστικές, παρουσιάζοντάς την ως «έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία» σε αντιπαράθεση με «εγχώρια παραγόμενες στατιστικές», αποτελεί προϊόν άγνοιας και παραπληροφόρησης.

Πιο κάτω παρατίθενται αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις δυο πηγές στατιστικής πληροφόρησης για τον καταρτισμό διάμεσων απολαβών καθώς και με την έρευνα EU-SILC.

Η Έρευνα Απολαβών (EA) είναι μια επαναλαμβανόμενη έρευνα που διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία από το 2002, με συχνότητα κάθε τέσσερα χρόνια, βάσει του ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 530/1999 του Συμβουλίου για τις διαρθρωτικές στατιστικές σχετικά με τις αποδοχές και το κόστος εργασίας. Αποτελεί τη βασική πηγή πληροφόρησης σχετικά με τη διαχρονική εξέλιξη των απολαβών των υπαλλήλων στην αγορά εργασίας της Κύπρου. Τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας αποστέλλονται στη Eurostat που ακολούθως δημοσιεύει στατιστικές για τις μέσες και διάμεσες απολαβές, αφού διενεργήσει ποιοτικούς ελέγχους.

Στόχος της Έρευνας είναι η παροχή στοιχείων που να είναι ακριβή και εναρμονισμένα μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε. και των υπό ένταξη χωρών, για χάραξη πολιτικής αλλά και για ερευνητικούς σκοπούς. Η ΕΑ δίδει λεπτομερή και συγκρίσιμα στοιχεία για τη σχέση μεταξύ του επιπέδου των απολαβών υπαλλήλων, των ατομικών χαρακτηριστικών τους (φύλο, ηλικία, επάγγελμα, διάρκεια υπηρεσίας, ψηλότερο ολοκληρωμένο επίπεδο μόρφωσης, κλπ.) και του εργοδότη τους (οικονομική δραστηριότητα, μέγεθος, κλπ.)

Είναι δειγματοληπτική έρευνα που διενεργείται με προσωπικές συνεντεύξεις σε επιχειρήσεις. Γίνεται, επίσης, χρήση διοικητικών πηγών: Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Αστυνομία Κύπρου και Αρχείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η δειγματοληψία γίνεται σε δύο στάδια: αρχικά επιλέγεται δείγμα επιχειρήσεων (στρωματοποιημένη δειγματοληψία ανάλογη του μεγέθους) και στη συνέχεια δείγμα υπαλλήλων (απλή τυχαία δειγματοληψία σε κάθε επιχείρηση).

Η ΕΑ καλύπτει επιχειρήσεις σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, εκτός από τη Γεωργία, Αλιεία, Δραστηριότητες Ιδιωτικών Νοικοκυριών και Δραστηριότητες ετερόδικων οργανισμών (Τομείς B - S του συστήματος ταξινόμησης NACE Αναθ. 2). Καλύπτονται επιχειρήσεις με 1 ή περισσότερους υπαλλήλους. Η ΕΑ καλύπτει τον πληθυσμό υπαλλήλων που απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον μήνα αναφοράς. Η στατιστική μονάδα για την έρευνα είναι ο υπάλληλος.

Στην Κύπρο, η πιο πρόσφατη ΕΑ διενεργήθηκε για πέμπτη φορά κατά το 2019, με έτος αναφοράς το 2018 και το τελικό δείγμα περιλάμβανε 1.372 επιχειρήσεις και 29.367 υπαλλήλους.

Οι κύριες μεταβλητές της έρευνας είναι οι ωριαίες απολαβές, οι μηνιαίες απολαβές και οι ετήσιες απολαβές για υπαλλήλους κατά φύλο, τύπο εργοδότησης (πλήρης/μερική απασχόληση), ηλικία, διάρκεια υπηρεσίας στην επιχείρηση, επαγγελματική κατηγορία και ανώτατο ολοκληρωμένο επίπεδο εκπαίδευσης.

Δημοσιεύονται πίνακες με στοιχεία για τις μέσες και διάμεσες ωριαίες, μηνιαίες και ετήσιες απολαβές υπαλλήλων. Τα στοιχεία για τις ωριαίες απολαβές περιλαμβάνουν πληροφόρηση για τους μερικώς και πλήρως απασχολούμενους υπαλλήλους, ενώ για τις μηνιαίες και ετήσιες απολαβές, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι πλήρως απασχολούμενοι υπάλληλοι. Τα δεδομένα αναλύονται ανά οικονομική δραστηριότητα των εργοδοτών και ανά επαγγελματική κατηγορία των υπαλλήλων. Υπάρχουν, επίσης, πληροφορίες που διασυνδέουν το επίπεδο απολαβών με την υπηκοότητα των υπαλλήλων αλλά και με τη μορφή οικονομικού ελέγχου του εργοδότη (δημόσιος/ιδιωτικός έλεγχος).

Για σκοπούς παρακολούθησης των μέσων και διάμεσων απολαβών κατά τα ενδιάμεσα χρόνια, στα οποία δεν διενεργείται η Έρευνα Απολαβών, παράγονται τα ετήσια στοιχεία των μέσων μηνιαίων απολαβών των υπαλλήλων που αναφέρονται σε ακαθάριστες απολαβές. Έχουν σαν πηγή το αρχείο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αναφέρονται στους υπαλλήλους μόνο. Στον υπολογισμό των στοιχείων λαμβάνονται υπόψη οι απολαβές όλων των υπαλλήλων στο αρχείο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τόσο πλήρους όσο και μερικής απασχόλησης). Οι Μέσες Μηνιαίες Απολαβές των υπαλλήλων περιλαμβάνουν τον βασικό μισθό, το τιμαριθμικό επίδομα, απολαβές υπερωριών, το Ταμείο Αδειών, οποιαδήποτε επιδόματα έλαβαν οι υπάλληλοι κατά την περίοδο αναφοράς, καθώς επίσης 13ο μισθό και αναδρομικές πληρωμές, προτού αφαιρεθούν οποιεσδήποτε συνεισφορές στα υποχρεωτικά ταμεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από τα στοιχεία εξαιρούνται οι απασχολούμενοι που έχουν απολαβές λιγότερες από το 50% του κατώτατου μισθού σύμφωνα με το περί Κατώτατων Μισθών Διάταγμα, καθώς θεωρείται ότι δεν ασκούν κανονική εργασία. Καλύπτονται όλοι οι οικονομικοί τομείς εκτός των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών ως εργοδοτών και των δραστηριοτήτων των ετερόδικων οργανισμών και φορέων.


Συγκρίνοντας τις δύο πηγές σε κοινά έτη, διαφαίνεται ότι υπάρχει συνοχή και συγκρισιμότητα στα αποτελέσματα που δημοσιεύονται.

Η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1700 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και στοχεύει στο να συλλέξει συγχρονικά και διαχρονικά μικροδεδομένα σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος, τη φτώχια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τα μικροδεδομένα αυτά πρέπει να είναι συγκρίσιμα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Εξετάζει, μεταξύ άλλων, διάφορες πολιτικές της ΕΕ σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης και τη φτώχια, όπως την παιδική φτώχια, την πρόσβαση στις υπηρεσίες φροντίδας υγείας και άλλες υπηρεσίες, τη στέγαση, την υπερχρέωση των νοικοκυριών και την ποιότητα ζωής. Είναι, επίσης, η κύρια πηγή δεδομένων για σκοπούς παραγωγής γρήγορων εκτιμήσεων (flash estimates) για την κατανομή του εισοδήματος και του κινδύνου φτώχιας.

Είναι δειγματοληπτική έρευνα που διενεργείται με προσωπικές και τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε νοικοκυριά με τη χρήση υπολογιστών. Γίνεται, επίσης, χρήση διοικητικών πηγών: Μισθοί και Συντάξεις από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, Πληρωμές Επιδομάτων από Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (μέσω Κεντρικής Αποθήκης Πληροφοριών-ΚΑΠ), Πληρωμές Κοινωνικών Επιδομάτων από Διάφορες Υπηρεσίες του Κράτους (μέσω Κεντρικής Αποθήκης Πληροφοριών-ΚΑΠ). Ακολουθείται εναλλασσόμενος σχεδιασμός 4 υπό-δειγμάτων με την αντικατάσταση ενός υποδείγματος κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο το υπο-δείγμα που συμπλήρωσε 4 χρόνια στην έρευνα αφαιρείται και στη θέση του επιλέγεται ένα καινούργιο. Ο σχεδιασμός αυτός είναι κατάλληλος για να καλύψει τη συγχρονική και διαχρονική συνιστώσα της έρευνας. Για την επιλογή του δείγματος χρησιμοποιείται στρωματοποιημένη δειγματοληψία κατά επαρχία και αστική/αγροτική περιοχή (9 στρώματα). Σε κάθε στρώμα το δείγμα επιλέγεται με απλή τυχαία δειγματοληψία. Η EU-SILC καλύπτει τα νοικοκυριά σε παγκύπρια βάση. Η στατιστική μονάδα για την έρευνα είναι το νοικοκυριό και τα μέλη του. Το τελικό μέγεθος του δείγματος είναι περίπου 5.000 νοικοκυριά.

Εν κατακλείδι, ενόψει των όσων η Στατιστική Υπηρεσία πληροφορείται από τα διάφορα δημοσιεύματα σχετικά με τον διάμεσο μισθό/διάμεσες απολαβές είναι εμφανές ότι, οι αναφορές σε διάμεσο μισθό πέραν των επίσημων στατιστικών που δημοσιεύει η Στατιστική Υπηρεσία προκάλεσαν σύγχυση και αβεβαιότητα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Η Στατιστική Υπηρεσία θεωρεί ότι, η χρήση των επίσημων στατιστικών ως πηγή πληροφόρησης για χάραξη πολιτικής προάγει τον δημοκρατικό διάλογο μεταξύ των εμπλεκομένων και οδηγεί στη λήψη επιστημονικά εμπεριστατωμένων αποφάσεων, αφού κατά τον καταρτισμό των επίσημων στατιστικών χρησιμοποιούνται κατάλληλες στατιστικές διαδικασίες με διαφάνεια, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία.


Στον πίνακα που ακολουθεί συνοψίζονται οι κυριότερες διαφορές μεταξύ των τριών ερευνών/εργασιών που καλύφθηκαν πιο πάνω:


Πίνακας: Συγκριτικές διαφορές μεταξύ των τριών ερευνών/εργασιών

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση