ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Τζενάρο Γκατούζο: Γεννημένος για πόλεμο

Η εξάμηνη μάχη του «Ρίνο» στην Κρήτη και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του που αναζητεί τις συγκρούσεις

Ηταν τέλη Μαΐου του 2014. Οι πρώτες φήμες που είχαν διαρρεύσει στα δημοσιογραφικά γραφεία και έφερναν στην Κρήτη τον Τζενάρο Γκατούζο ως υποψήφιο τεχνικό του ΟΦΗ είχαν αποδειχθεί πραγματικές.

 

Ο παθιασμένος και πεισματάρης «Ρίνο», ο γεννημένος στον ιταλικό Νότο σκληροτράχηλος παγκόσμιος πρωταθλητής, έφτανε στο Ηράκλειο και ένα ταραχώδες εξάμηνο με την παρουσία του ξεκινούσε.

Από τότε μέχρι και σήμερα, που ο 45χρονος τεχνικός φέρεται να είναι ο νούμερο ένα στόχος για τον πάγκο του Ολυμπιακού την ερχόμενη σεζόν, πολλά έχουν αλλάξει. Πολλά, εκτός ίσως από ένα: ο ασυμβίβαστος και εκρηκτικός χαρακτήρας του, που δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν τιθασεύεται και συνεχώς αναζητεί τη σύγκρουση.

Ο «Ρίνο», πλέον, δεν είναι ένας νεαρός προπονητής, όπως όταν είχε έρθει στο Ηράκλειο. Τότε, στα 36 του, ήταν ένα μεγάλο όνομα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου που, έχοντας κρεμάσει τα παπούτσια του, ένιωθε… μακριά από τα γήπεδα θεριό ανήμερο. Τώρα πια είναι ένας κανονικός προπονητής, με τα καλά του και τα κακά του, όπως τα ξεσπάσματα εντός και εκτός γηπέδων.

 

«Σκέφτομαι το ποδόσφαιρο 24 ώρες, έχω αφιερώσει τη ζωή μου στο ποδόσφαιρο. Ολα γίνονται γι’ αυτό. Δεν μπορώ να νιώσω γεμάτος με τίποτα άλλο» έλεγε ο γιος του ξυλουργού από την Καλαβρία σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «AS». Λέξεις τόσο κοινότυπες για τέτοιους ανθρώπους του ποδοσφαίρου, αλλά τόσο πραγματικές όταν μιλάμε για το «σκυλί του πολέμου» Ρίνο Γκατούζο.

Εχοντας κατακτήσει ένα Μουντιάλ (2006) με την Εθνική Ιταλίας, δυο Τσάμπιονς Λιγκ (2002-03, 2006-07) και ένα νταμπλ (2003-04) στην 13χρονη πορεία του στην Μίλαν, ο ποδοσφαιριστής, που ήταν η μεγάλη αδυναμία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στη θητεία του στους «ροσονέρι», εξαργύρωσε την επιτυχία με αμέτρητα χρήματα και οι επενδύσεις του ξεκίνησαν πριν ακόμη αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Αρχικά με μια φάρμα εκτροφής χοίρων και στη συνέχεια με πολυτελή εστιατόρια.

Σε ένα από αυτά, στο Μιλάνο, είχε κλειστεί η συμφωνία με τον τότε πρόεδρο του ΟΦΗ, Μάνθο Πουλινάκη, που αναζητούσε τον διάδοχο του Πορτογάλου Ρικάρντο Σα Πίντο. Ενώ ήταν στην Πορτογαλία, έχοντας «φάει άκυρο» από υποψήφιο τεχνικό, ο Πουλινάκης, σε επικοινωνία με γνωστό Ιταλό ατζέντη, τον ρώτησε αν ο Γκατούζο, που μόλις είχε ολοκληρώσει τις σύντομες προπονητικές θητείες του στην ελβετική Σιόν και στην Παλέρμο, θα ερχόταν στο Ηράκλειο.

«Τρελός είσαι; Θα ζητήσει πάνω από ένα εκατομμύριο», ήταν η απάντηση που έλαβε. «Πάρε τον τηλέφωνο και πες του ότι θέλω να του μιλήσω. Να κλείσουμε ένα ραντεβού και ό,τι γίνει. Δεν χάνουμε τίποτα…», επέμενε ο Πουλινάκης, και την επομένη βρισκόταν στο Μιλάνο.

 

Υστερα από μια συνάντηση που κράτησε περίπου επτά ώρες, του ανέλυσε όλα τα δεδομένα. Του είπε για τα χρέη που είχαν «πνίξει» τον ΟΦΗ, για τους παίκτες που μετά βίας συγκρατούνταν για να μην κάνουν προσφυγές, για τον κόσμο που γκρινιάζει, για τη μη χορήγηση αδειοδότησης που δεν επέτρεπε στην ομάδα να κάνει μεταγραφές, αλλά και για τον ίδιο, που ασφαλώς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το όλο πρότζεκτ.

«Δεν με νοιάζουν τα λεφτά. Εχω τόσα πολλά. Σημασία έχει το πλάνο. Είμαι φιλόδοξος. Θέλω να φτιάξω όνομα και στην προπονητική», του είπε ο «Ρίνο» και του έδωσε μια μικρή διορία για να του απαντήσει.

Ο μήνας του μέλιτος

Ο Πουλινάκης επέστρεψε στη Λισαβόνα για να παρακολουθήσει τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ (Ρεάλ Μαδρίτης – Ατλέτικο Μαδρίτης) και, λίγο πριν από το παιχνίδι, άκουσε το πολυπόθητο «ναι». Οι δυο τους ταξίδεψαν μαζί για το Ηράκλειο και ο Ιταλός, με το που πάτησε το πόδι του στο εκεί, ένιωσε σαν να βρίσκεται στην Καλαβρία.

«Οι Κρητικοί και η Κρήτη είναι εξαιρετικοί και μοιάζει σαν να βρίσκομαι στο χωριό όπου γεννήθηκα (Κοριλιάνο Κάλαμπρο). Μου αρέσει η κουλτούρα και η νοοτροπία αυτού του λαού. Μου αρέσουν τα πάντα εδώ. Η Κρήτη μοιάζει πολύ με την Καλαβρία. Είναι σαν να παίζω εντός έδρας», έλεγε έναν μήνα αργότερα σε συνέντευξή του σε ιταλικό μέσο ο Γκατούζο, που είχε ήδη μετονομαστεί σε… Γκατουζάκης από τους σύντεκνους.

«Ο Γκατούζο στο νησί των θεών» ήταν ένας από τους αγαπημένους τίτλους των ιταλικών ΜΜΕ για τον άνθρωπο που έτρεξε όσο λίγοι χαφ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, παίρνοντας και τα περισσότερα… σκαλπ με τα τάκλιν του, στην καλύτερη εφαρμογή τού «ή η μπάλα θα περνούσε ή ο παίκτης, ποτέ και οι δύο».

Αυτός, όπως αποδείχτηκε, ήταν και ο μήνας του μέλιτος σε μια ομάδα που μαστιζόταν καθημερινά από απίστευτες καταστάσεις, τις οποίες η προσωπικότητα του Γκατούζο δεν ήταν δυνατόν να αμβλύνει και σε αγωνιστικό, αλλά και σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων. Το αντίθετο, μάλιστα, αφού οι έξαλλες και απρόβλεπτες αντιδράσεις του, αλλά και το γεγονός πως είχε την απαίτηση να παίρνει το 100% από ποδοσφαιριστές που είχαν να δουν το χρώμα του χρήματος για πάνω από έξι μήνες, μετέτρεπαν τα αποδυτήρια σε πολεμικό πεδίο.

Ο Ιταλός δεν ήθελε οι παίκτες του να ασχολούνται με τίποτα άλλο, παρά μόνο με τη δουλειά τους, την ώρα που η διοίκηση τον αντιμετώπιζε ως «ασπίδα» για τις αντιδράσεις του κόσμου.

Στο παιχνίδι της 4ης αγωνιστικής, όπου ο ΟΦΗ επικράτησε του Ατρομήτου και ενώ είχαν προηγηθεί μία νίκη και δύο ήττες στο πρωτάθλημα, ήρθε το αδιανόητο ξέσπασμά του στη συνέντευξη Τύπου ως «απάντηση» στα ρεπορτάζ που αποκάλυπταν το κλίμα στα αποδυτήρια, αλλά και την πρώτη εκδήλωση αποχώρησης του ίδιου από την ομάδα, ρεπορτάζ τα οποία επαλήθευσε στο ακέραιο στον αποχαιρετισμό του.    

Εγινε και πρόεδρος

Ο μαχητής Γκατούζο είχε αρχίσει να έχει αρμοδιότητες και προέδρου, κάτι που στην πραγματικότητα, όμως, δεν του άρεσε. Εδινε χρήματα στους ποδοσφαιριστές για να μην προχωρήσουν σε προσφυγές, για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές υποχρεώσεις τους, πλήρωνε τις αποστολές της ομάδας και τα ξενοδοχεία όπου κατέλυε, έδινε χρήματα για την αγορά αθλητικού υλικού.

Λίγες ημέρες μετά, η βαριά ήττα στην Τούμπα από τον ΠΑΟΚ με 4-0 και τα όσα είχε πει πριν από το ματς («δεν φοβάμαι κανέναν, μόνο ο Ντιέγκο κέρδιζε μόνος του αγώνες»), άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. «Τελείωσε» ποδοσφαιριστές, παραγκώνισε άλλους και ήρθε σε ανοιχτή διαμάχη μαζί τους.

«Μετά το ματς με κατηγόρησε πως πριν από το παιχνίδι με την Ξάνθη μίλησα με τον Λουτσέσκου και του έδωσα πληροφορίες για το σύστημα και την τακτική με την οποία θα παίξουμε. Βλέπει φαντάσματα. Δεν ξέρω από πού το έβαλε αυτό στο μυαλό του ή αν του το είπε κανείς, αλλά, αν δεν με θέλει αυτός ο κύριος στην ομάδα, μπορεί να μου το πει ευθέως. Εγώ θα φύγω. Μπορεί να πει το οτιδήποτε για μένα, αλλά όχι να με προσβάλει έτσι. Δεν φτάνει που παίζω τέσσερα χρόνια απλήρωτος, που πληρώνω τα πάντα από την τσέπη μου για να μπορέσω να επιβιώσω, όπως και τα περισσότερα παιδιά. Μου δημιουργεί πρόβλημα αφού πλέον δεν μπορώ να κυκλοφορήσω πουθενά στο Ηράκλειο» είχε πει στην «Goal News» ο Σέρβος άσος της ομάδας Μίρνες Σίσιτς, δείγμα ότι το πράγμα είχε ξεφύγει εντελώς.

Μετά την ήττα από τον Αστέρα Τρίπολης ο Γκατούζο δήλωνε την παραίτησή του λέγοντας πως «φεύγω, θέλω να είμαι μόνο προπονητής στον ΟΦΗ», όμως η πίεση του κόσμου ήταν καταλυτική για να αναθεωρήσει. Το γυαλί, ωστόσο, είχε ραγίσει και λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, από την πατρίδα του, με μια μακροσκελή δήλωση έλεγε αντίο και παραδεχόταν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.

«Πείστηκα από τον κόσμο πως ήταν πιθανό να το παλέψω, να διπλασιάσω την προσπάθεια και με τις δεσμεύσεις που ήταν διάχυτες. Δεν πίστευα πως τα προβλήματα θα μπορούσαν να αυξηθούν. Αγωνίστηκα με όλη μου τη θέληση για τον ΟΦΗ, ακόμα και οικονομικά. Οχι μόνο δεν πήρα όλους μου τους μισθούς, αλλά πλήρωσα από την τσέπη μου συγκεκριμένα έξοδα της ομάδας. Δεν είναι αυτό το θέμα, όμως, έχω συνηθίσει να παλεύω και απόδειξη είναι η αγωνιστική μου πορεία. Δυστυχώς αυτή τη φορά αναγκάστηκα να παραδοθώ. Αυτή η κατάσταση είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Η μάχη διήρκεσε έξι μήνες, κατά τους οποίους -σίγουρα χωρίς τη θέλησή μου- αναγκάστηκα να παίξω διάφορους ρόλους, εκτός από προπονητής, και χωρίς να μπορώ να αφοσιωθώ αποκλειστικά στο να προπονώ την ομάδα. Την προηγούμενη Δευτέρα βρήκα μόνο τους μισούς παίκτες στην προπόνηση και κάποιοι ποδοσφαιριστές μού ζητούσαν χρήματα. Σε εκείνο το σημείο κατάλαβα ότι οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες».

Με την φυγή του Γκατούζο, ο ΟΦΗ δεν άντεξε στα οικονομικά προβλήματα και υποβιβάστηκε. Ο ίδιος επέστρεψε στην πατρίδα του, μετά από λίγο καιρό υπέγραψε διετές συμβόλαιο με την Πίζα, ομάδα τρίτης κατηγορίας, ώσπου το 2017 ήρθε η επιστροφή στη Μίλαν, αρχικά από την ομάδα Νέων.

Σε μια δύσκολη περίοδο για τους «ροσονέρι», διαδέχτηκε τον Βιντσέντσο Μοντέλα τον Νοέμβριο του 2017 και κάθισε στον πάγκο για 18 μήνες. Τα πήγε σχετικά καλά, αποτυγχάνοντας ωστόσο να κερδίσει το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ.

Ακολούθησε η Νάπολι, παίρνοντας τη θέση του Κάρλο Αντσελότι. Τον Ιούνιο του 2020, στον τελικό κυπέλλου, κατέκτησε το τρόπαιο νικώντας με 4-2 την Γιουβέντους. Ενα τρόπαιο που το αφιέρωσε στη μικρότερη αδελφή του, Φραντσέσκα, που έφυγε από τη ζωή δύο εβδομάδες νωρίτερα, σε ηλικία μόλις 37 ετών, από χρόνια ασθένεια.

Την επόμενη χρονιά οι παρτενοπέι «αυτοκτόνησαν» στο φινάλε της Serie A, χάνοντας μέσα από τα χέρια τους το τελευταίο «εισιτήριο» για το Τσάμπιονς Λιγκ, παραχωρώντας ισοπαλία (1-1) στη Βερόνα, και ο Ρίνο είδε την έξοδο.

Τον περασμένο Ιούνιο, παρά τις αντιδράσεις των οπαδών της Βαλένθια, υπόγραψε στις «νυχτερίδες», όμως τον Ιανουάριο, μετά την ήττα από τη Βαγιαδολίδ, χαιρέτισε αφήνοντας την ομάδα μόλις έναν πόντο πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού.

 

Το πρόβλημα στην όραση

«Η δική μου χρυσή μπάλα είναι να κλέβω μπάλες» είχε πει στην ιταλική «Κοριέρε» σε μια παραδοχή των αγωνιστικών του προσόντων. Δεν ήξερε ιδιαίτερη μπάλα, αλλά με το αδιάκοπο τρέξιμο το παθιασμένο παιχνίδι του έγινε ο ορισμός του σύγχρονου αμυντικού χαφ, που πυροδοτούσε τον ενθουσιασμό στην εξέδρα.

Η επίθεσή του στον Τζόε Τζόρνταν, τον βοηθό προπονητή του Ρέντναπ στην Τότεναμ, πιάνοντάς τον από τον λαιμό σε ματς Τσάμπιονς Λιγκ, έμεινε στην ιστορία. Το χαστούκι στον βοηθό του στην Πίζα επειδή δεν του έλεγε πόση ώρα απομένει για το τέλος του αγώνα, επίσης.

Ο Γκατούζο δεν δίστασε να μιλήσει το 2020 για την αυτοάνοση ασθένεια (οφθαλμική μυασθένεια) από την οποία ταλαιπωρείται από την εποχή ακόμη που αγωνιζόταν, εμφανιζόμενος στον πάγκο φορώντας μάσκα στα μάτια κατά τη διάρκεια αρκετών αγώνων. «Ημουν 34 ετών και κατά τη διάρκεια ενός αγώνα Μίλαν – Λάτσιο κατάλαβα ότι έπαιζα για περίπου μισή ώρα με ένα μάτι. Το κατάλαβα όταν έπεσα πάνω σε αντίπαλο. Πήγα να κάνω τσαμπουκά. Κατάλαβα, όμως, ότι ήταν ο Νέστα. Ξαφνιάστηκα. Τρόμαξα. Οι μύες του ματιού απλώς δεν λειτουργούσαν σωστά και με έκαναν να βλέπω ταυτόχρονα τέσσερις με πέντε προορισμούς διαφορετικούς. Ηταν αδύνατον να εστιάσω κάπου. Οι γιατροί ακόμα δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς κατάφερα και έπαιξα 33 αγώνες υπό αυτές τις συνθήκες», είπε.

Τα τελευταία χρόνια συνεχίζει να επενδύει σε εστιατόρια και σε ακίνητα. Πριν από τέσσερα έτη έγινε ιδιοκτήτης ενός πρώην ορφανοτροφείου μπροστά στον Πύργο της Πίζας, 5.800 τ.μ., αντί 8 εκατομμυρίων ευρώ. Η συμφωνία περιλάμβανε την ανακαίνιση του ακινήτου και την πιθανή μετατροπή του για εμπορική χρήση, ενώ στην Καλαβρία έχει ίδρυμα με τίτλο Forza Ragazzi που δίνει έμφαση στα άπορα παιδιά.

Η καριέρα του στη Σκωτία και στους Ρέιντζερς (1997-1998) δεν ήταν ιδιαίτερη, αλλά τον καθόρισε καθώς ερωτεύτηκε τη μετέπειτα σύζυγό του, Μόνικα Ρομάνο, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Γκαμπριέλα και τον Φραντσέσκο. Μια γυναίκα που, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, δεν μπορεί να καταλάβει πώς αντέχει τόσα χρόνια την τρέλα του…

Πηγή: Kathimerini.g

Ποδόσφαιρο: Τελευταία Ενημέρωση