ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Έμαθα τις αντοχές του ανθρώπου…

Ο Σάββας Κοσιάρης και το 24sports φέρνουν στο προσκήνιο ιστορίες του αθλητισμού από το μαύρο καλοκαίρι του 1974

Το βράδυ της Κυριακής 7 Ιουλίου 1974, η αποστολή του ΑΠΟΕΛ επέστρεψε από την Αθήνα φέρνοντας μαζί της την τεράστια, τότε, επιτυχία παραμονής της στην Α΄ Εθνική κατηγορία. Χιλιάδες φίλοι του συλλόγου υποδέχθηκαν τους ποδοσφαιριστές και την τεχνική ηγεσία στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Πανευτυχείς οι άσσοι του ΑΠΟΕΛ, μεγαλύτεροι και νεαρότεροι, απολαμβάνουν τις πρωτόγνωρες στιγμές ενθουσιασμού…

Ανάμεσά τους και ο εικοσάχρονος Τάκης Αντωνίου, από τα ανερχόμενα ταλέντα της ομάδας και του κυπριακού ποδοσφαίρου, περπατά ήδη σε λεωφόρους χαράς και ευτυχίας! Τα δύσβατα και ταλαιπωρημένα μονοπάτια που τον περίμεναν, ούτε που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί…

Οκτώ μέρες αργότερα εκδηλώνεται το πραξικόπημα κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η αντίστροφη μέτρηση για την καταστροφή του τόπου μας, αρχίζει. Η εκδήλωση της τουρκικής εισβολής, το πρωί της 20ής Ιουλίου και η επιστράτευση φέρνουν τον έφεδρο αξιωματικό Τάκη Αντωνίου, στη μονάδα του κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Θα δει απέναντι την πρώτη βόμβα που πέφτει στην πλάτη του Πενταδάκτυλου και το τεράστιο μανιτάρι από καπνό και χώμα που σχηματίζεται στον ουρανό… Θα δει σε λίγο και τους πρώτους εισβολείς αλεξιπτωτιστές… Μετρά και υπολογίζει τις δύσκολες ώρες... Δεν μπορεί να υπολογίσει τη συνέχεια…

Στην Κυθρέα

Από εκεί, με δυο άλλους συναδέλφους του επιβιβάζονται σε στρατιωτικό όχημα και μεταφέρουν πυρομαχικά στη μονάδα που βρίσκεται κοντά στην Κυθρέα. Επικεφαλής της μονάδας είναι ο λοχαγός Ανδρέας Φωτιάδης, γνώριμος και αγαπητός στον Τάκη Αντωνίου αφού ήταν και ο έφορος ποδοσφαίρου του Ολυμπιακού Λευκωσίας. Μη έχοντας άλλη αποστολή, ο Τάκης ζητά και παραμένει στο μονάδα. Λίγο αργότερα θα συναντήσει και τους συναθλητές του, παίκτες του Ολυμπιακού, Φίλιππο και Μάριο Καλοθέου. Με διαφορετικό χρώμα φανέλας μέχρι πριν λίγες μέρες, με την ίδια έγνοια, αγωνία και μοίρα τελικά, τώρα…

Το βράδυ του Σαββάτου η μονάδα, με 400 περίπου στρατιώτες, κατευθύνεται στην Κερύνεια, χωρίς επαρκή ενημέρωση για το τι συνέβαινε εκεί. Με αρκετές ταλαιπωρίες, έφεδροι και κληρωτοί φτάνουν έξω από την πόλη, στην πλευρά του Πενταδάκτυλου. Το πρωί της Δευτέρας, οι 120 περίπου στρατιώτες που έχουν απομείνει μαζεμένοι (οι άλλοι διασκορπίστηκαν) μοιράζονται σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα κινείται προς τον Καραβά και τα περισσότερα στελέχη της σκοτώνονται αφού οι τούρκοι ήδη έχουν δημιουργήσει το προγεφύρωμά τους στο «Πέντε μίλι». Η άλλη ομάδα, στην οποία συμμετέχουν ο Τάκης, οι αδελφοί Καλοθέου και ο λοχαγός Φωτιάδης, κινούνται προς την πόλη της Κερύνειας.

«Δεν έχετε καμιά τύχη…»

Δεν θα πάνε όμως πολύ μακριά… Καθηλώνονται από τα άρματα μάχης των τούρκων στην περιοχή μετά την πολυκλινική της πόλης και σε απόσταση τρακόσιων μέτρων από το στάδιο Πράξανδρος της Κερύνειας. Κάποιοι από τους στρατιώτες μας, αναζητούν προστασία μέσα στο τελευταίο σπίτι πριν από τα άρματα. Οι υπόλοιποι στις «τερατσιές» πίσω από το σπίτι… Σύντομα όμως, θα διαπιστώσουν όλοι, ότι είναι ανοχύρωτοι… Ακάλυπτοι… Προδομένοι…

Τρία άρματα πλησιάζουν το σπίτι… Το ένα μετακινείται προς τα πίσω και αρχίζει τις ριπές για δυο-τρία λεπτά. Ένας από τους στρατιώτες μας πέφτει νεκρός στη λεκάνη ενός χαρουπόδενδρου. Και μετά μια σύντομη, παράξενη, φοβισμένη σιωπή. Την σπάζει μια φωνή από τα άρματα, σε άπταιστα ελληνικά:

-Δεν έχετε καμιά τύχη… Παραδοθείτε!

Ένας-ένας οι στρατιώτες βγαίνουν από το σπίτι και τον προαύλιο χώρο με τα χέρια ψηλά. Ο Τάκης Αντωνίου προλαβαίνει και σκίζει όλα τα έγγραφα που, ως αξιωματικός, είχε στην κατοχή του. Βαδίζει τα τελευταία μέτρα από το σπίτι προς το δρόμο και τα άρματα. Και την αιχμαλωσία… Ξέρει πως από δω και μπρος, δεν ορίζει πια ο ίδιος τη ζωή του…

-Καθώς βγήκα στο δρόμο, με υποχρέωσαν να βάλω τα χέρια πίσω και τα έδεσαν με ειδικό σχοινί. Καθίσαμε όλοι στο πεζοδρόμιο και ένας δημοσιογράφος προφανώς, κατέβηκε από το άρμα και ενθουσιασμένος μας φωτογράφιζε με τους τούρκους στρατιώτες γύρω μας. Μοιάζαμε με τα λάφυρά τους…

Όταν σουρούπωσε, οι τούρκοι στρίμωξαν όλους τους αιχμαλώτους μέσα στο σπίτι. Έφεραν κι άλλους από άλλα σημεία… Κοντά στους 120 στρατιώτες χώρεσαν για ένα ολόκληρο βράδυ σε μια κατοικία. Χώρεσε και ο φόβος, η αγωνία, η ανησυχία για το τι έφερνε η μέρα που θα ξημέρωνε. Αν ξημέρωνε…

Τα όρια του ανθρώπου

Το επόμενο πρωϊ (Τρίτη 23 Ιουλίου), οι αιχμάλωτοι εξήλθαν του σπιτιού και με εντολές του διοικητή των τουρκικών τεθωρακισμένων, επιστράφηκαν σε αυτούς τα χρήματα που είχαν παραδώσει με τα υπόλοιπα προσωπικά αντικείμενά τους την πρώτη ημέρα της αιχμαλωσίας τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν (πεζοί) σε ένα παραθαλάσσιο χωράφι με «ποκαλάμες» (όσα δηλαδή απομένουν από το θερισμό).

-Όταν φτάσαμε στο χωράφι, ένας τούρκος με έσπρωξε και έπεσα στο έδαφος. Μου έδεσε και τα πόδια όπως βέβαια και στους υπόλοιπους συναδέλφους μου. Μείναμε εκεί, πεσμένοι στο χωράφι που «έκαιε» από τη ζέστη, από τις εννέα το πρωϊ μέχρι αργά το απόγευμα. Ο αέρας που φυσούσε «κάρφωνε» στο πρόσωπο μας χώμα και ποκαλάμες. Αισθανόμουν να με αγκαλιάζει ο θάνατος… Και ρωτούσα τον εαυτό μου, αν είμαι εγώ αυτός ο νέος που πριν λίγες μέρες πνιγόταν στην αγκαλιά των χαρούμενων φίλων της ομάδας μας, ο νέος που ένοιωθε τυχερός και ευτυχισμένος για τα όμορφα βήματά του στον αθλητισμό και τη ζωή… Για πάνω από οκτώ ώρες, μείναμε κάτω από τον καυτό ήλιο χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς τις άλλες βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Αν δεν βίωνα εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές, ποτέ δεν θα πίστευα ότι ο άνθρωπος έχει τόσα όρια για να επιζήσει!

Τι τώρα, τι μετά!

Γύρω στις έξη το απόγευμα οι 120 περίπου αιχμάλωτοι, φορτώθηκαν σε δύο ιδιωτικά φορτηγά χωρίς να γνωρίζουν τον προορισμό. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σαν σακιά, άρχισαν να πιστεύουν ότι η περίοδος της αιχμαλωσίας θα τέλειωνε, με την εκτέλεσή τους… Ήταν μια κάποια λύση στα όσα φοβερά κι απάνθρωπα βίωναν… Στη διαμαρτυρία κάποιου από τους αιχμαλώτους, ο οποίος ένοιωθε φοβερά πιεσμένος στο στοίβαγμα, ένας άλλος του φώναξε:

-Δεν έχει πια σημασία φίλε, αν πεθάνουμε τώρα ή λίγο αργότερα…

Οι αιχμάλωτοι κατέληξαν σε μια μάντρα στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου, όπου εκεί τους έλυσαν τα χέρια και τα πόδια. Ο αριθμός τους αυξήθηκε στο μεταξύ, αφού κατέφθαναν και άλλοι που είχαν παραδοθεί στα τουρκικά στρατεύματα. Παράλληλα όμως παραδόθηκαν και μερικοί στα Ηνωμένα Έθνη για να αφεθούν ελεύθεροι. Ανάμεσά τους και τα αδέλφια ποδοσφαιριστές, Μάριος και Φίλιππος Καλοθέου. Εκείνη η χειρονομία «καλής θέλησης» άφησε να χαράξει μια μικρή ελπίδα για τις επόμενες ώρες των αιχμαλώτων. Γρήγορα όμως η ελπίδα αυτή καταχωνιάστηκε βάναυσα στο σκοτεινό αμπάρι ενός πλοίου…

-Μας μετέφεραν στο Πέντε μίλι, εκεί δηλαδή που έγινε το κύριο μέρος της απόβασης. Με βάρκες μας επιβίβασαν σε ένα από τα πλοία και μας στρίμωξαν στο αμπάρι, σε χώρο που απέκοψαν με «τέλια» για να μην μπορούμε να μετακινούμαστε. Είμαστε εκεί 385 άνθρωποι… Σε κάποια στιγμή, οι τούρκοι αποπειράθηκαν να μας δώσουν από μια πατάτα να φάμε… Προκλήθηκε κομφούζιο αφού όλοι, πεινασμένοι για μέρες, κινηθήκαμε σαστισμένα στις πατάτες! Η προσπάθεια απέτυχε και μείναμε πάλι νηστικοί… Υπολογίζω την παραμονή μας στο αμπάρι σε 15 ώρες, χωρίς να ξέρω πόσες από αυτές το πλοίο βρισκόταν εν κινήσει…

Στις φυλακές των Αδάνων

Το «ταξίδι» της αιχμαλωσίας έφερε τον Τάκη και τους συναδέλφους του στην Μερσίνα και από εκεί με στρατιωτικά, κλειστά φορτηγά στα Άδανα. Κλειστά, για να μην εκτίθενται στη θέα και τη μανία χιλιάδων τούρκων πολιτών που μαζεύτηκαν στους δρόμους να «υποδεχθούν», λοιδορώντας και προπηλακίζοντας, τους ελληνοκύπριους αιχμαλώτους. Εκεί στις φυλακές θα φάνε για πρώτη φορά… Φασόλια! Και θα πιουν νερό, όσο ήθελαν, όσο δεν είχαν τις προηγούμενες μέρες, από ένα λάστιχο… Όσο έπιναν και όσο χυνόταν στο δάπεδο της αυλής των φυλακών! Για αυτό και οι κλασσικές φωτογραφίες από τις φυλακές των Αδάνων, απεικονίζουν ημίγυμνους αιχμαλώτους να σκουπίζουν νερά. Ημίγυμνοι γιατί μόλις «ταξινομήθηκαν» στα κελιά των φυλακών αφαίρεσαν τα βρωμισμένα ρούχα τους, κουρέλια στην ουσία, και αργότερα φόρεσαν άλλα που τους έδωσαν οι τουρκικές αρχές. Ο Τάκης Αντωνίου περιγράφει τις στιγμές εκεί, με συγκλονιστικές προτάσεις:

-Στις φυλακές των Αδάνων, δεν γελάσαμε ποτέ… Τα μέλλον το δικό μας δεν μας ένοιαζε. Βιώναμε τις στιγμές όπως έρχονταν και τις ξέραμε αφού τις ζούσαμε. Εκείνα που δεν ξέραμε, ήταν που μας κατέβαλλαν. Το γινόταν στην Κύπρο… Τι απέγιναν οι δικοί μας, η οικογένειά μας, οι φίλοι μας… Αυτή η άγνοια μας κατέτρωγε χειρότερα από το κελί…

Η ελπίδα που χάραξε…

Η εμφάνιση του Ερυθρού Σταυρού και η καταγραφή των στοιχείων των αιχμαλώτων, άλλαξε για λίγο τη διάθεσή τους. Ήταν η πρώτη καλοσήμαδη στιγμή της αιχμαλωσίας τους, η οποία συνεχίστηκε στις φυλακές της Αμάσειας. Κι αυτό γιατί στις φυλακές των Αδάνων θα έφταναν οι νέοι αιχμάλωτοι… Τα «λάφυρα» δηλαδή της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής. Κι όταν στο κελί, ο Τάκης ξανάβαζε στη σειρά κομματάκι-κομματάκι την οδυνηρή πορεία από το πρωϊ της 22ας Ιουλίου, θυμόταν κι εκείνη τη φωτογραφία που τράβηξε ο τούρκος δημοσιογράφος αμέσως μετά την παράδοσή τους. Ίσως αυτή η φωτογραφία-μαρτυρία, να ήταν κι ένας από τους λόγους που έμειναν ζωντανοί…

Το τέλος του Οκτωβρίου του 1974 έφερε και το τέλος της αιχμαλωσίας. Ακολουθώντας αντίστροφη διαδρομή, έφτασαν στην Κερύνεια όπου στους δρόμους της πόλης τους χαιρετούσαν φιλικά, μερικοί κάτοικοι…

-Χαμογέλασα… Πίστεψα για λίγο ότι η Κερύνεια συνέχιζε τη ζωή της με τους ανθρώπους της. Κι ευελπιστούσα το ίδιο και για την Κύπρο ολόκληρη, θεωρώντας τη δική μας περιπέτεια κάτι που θα ξεχνιόταν εύκολα αφού όλα τα άλλα ήταν εντάξει… Μέχρι που αντιλήφθηκαν ότι αυτοί οι οποίοι μας χαιρετούσαν ήταν οι εγκλωβισμένοι κάτοικοί της…

Ο Τάκης Αντωνίου έζησε για λίγο σε μια πλάνη που είχε προκαλέσει ο πόθος και η ευχή, η αδημονία και η ελπίδα για την πατρίδα… Στη θέα των τουρκικών συμβόλων συνειδητοποίησε πως η Κερύνεια δεν ήταν πια η ίδια… Τίποτε πια στην πατρίδα, δεν θα ήταν ίδιο, όπως πριν…

Η απελευθέρωση

Στις 27 Οκτωβρίου 1974, επιβάτης πια στο λεωφορείο της επιστροφής, κοιτάζει από το παράθυρο τους παραταγμένους στο δρόμο από το Λήδρα Πάλας προς το ξενοδοχείο Φιλοξένια, ελληνοκύπριους στρατιώτες. Αναγνωρίζει τον συμπαίκτη του Λεύκο Χρίστου και στα ελάχιστα δευτερόλεπτα χαράς και συγκίνησης που πρόλαβαν να διασταυρώσουν με την υγρή ματιά τους, ο Λεύκος του φωνάζει:

-Είμαστε όλοι καλά… Όλη η ομάδα είναι καλά!

Λίγο αργότερα, όταν κατέβαινε από το λεωφορείο, συνάντησε τον νεαρό τότε αθλητικό συντάκτη, Πανίκο Τίτα, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι η ομάδα του άρχισε ήδη προπονήσεις και τον περίμενε…

Απόμενε να μάθει και για την οικογένεια… Ο πρώτος συγχωριανός χωριανός που θα συναντούσε και θα τον αγκάλιαζε, ο Πέτρος Αργυρού, τον καθησυχάζει:

-Καλωσόρισες φίλε Τάκη… Μην ανησυχείς… Στο σπίτι οι δικοί σου είναι όλοι καλά!

Τώρα που έμαθε κι αυτό, ο Τάκης άρχισε να πιστεύει ότι όντως, δεν είναι πια αιχμάλωτος… Κι ένοιωσε πραγματικά ελεύθερος, όταν αργότερα το βράδυ, πέρασε το ξωπόρτι του σπιτιού του στο Γέρι και πνίγηκε στην αγκαλιά της οικογένειάς του… Στην αγκαλιά των δικών του ανθρώπων…

-Συγκλονιστική φωτογραφία με τους συλληφθέντες στο ΓΣ Πράξανδρος Κερύνειας στρατιώτες μας και οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε μάντρα στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Ο Τάκης Αντωνίου διακρίνεται στην κάτω σειρά, δεύτερος από αριστερά. Η φοβερή περιπέτεια άρχισε ήδη για όλους…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

ΑΠΟΕΛ: Τελευταία Ενημέρωση