ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το συγκλονιστικό κείμενο του Μίμη Παπαϊωάννου

Για την ιστορική πορεία της ΑΕΚ μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου UEFA

Το 2007 ο Μίμης Παπαϊωάννου έκανε κάτι που δεν το συνήθιζε. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 30 χρόνων από τη ιστορική πρόκριση της ΑΕΚ επί της ΚΠΡ, αρθρογράφησε στην εφημερίδα Goal.

Αναφέρθηκε στη μεγάλη Ένωση εκείνης της εποχής και αποκάλυψε παρασκήνια της πορείας της ομάδας έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα μια μέρα σαν σήμερα (16/3), στην 30στή επέτειο του θρυλικού ματς. Ο Παπαϊωάννου με γκολ στο 82ο λεπτό έκανε το 3-0 για την ΑΕΚ και ισοφάρισε την ήττα στην Αγγλία. Τελικά η πρόκριση ήρθε στα πέναλτι και ο Δικέφαλος έγραψε ιστορία.

Το συγκλονιστικό κείμενο του Μίμη Παπαϊωάννου:

Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να πρωτογράψω για εκείνη την ΑΕΚ, για εκείνη την εποχή, για εκείνη την πορεία που σηματοδότησε τη σύγχρονη ιστορία αυτής της ομάδας; Εύκολο δεν είναι, έστω κι αν πρόκειται για στιγμές που δεν έχουν φύγει ποτέ από το μυαλό μου, για παιχνίδια που αποτελούν πλέον την ίδια μου τη ζωή. Θα προσπαθήσω, όμως, γιατί αξίζει τον κόπο.

Το πρώτο πράγμα είναι αυτό που λέω πάντα όταν με ρωτούν για εκείνη τη μεγάλη ΑΕΚ. Φόρεσα τη φανέλα της για 17 χρόνια και κατέκτησα 5 πρωταθλήματα. Πότε; Οταν ήμασταν όλοι ενωμένοι. Διοίκηση, προπονητής, παίκτες και κόσμος. Και εκείνη η ομάδα τα είχε όλα.

Εναν πρόεδρο τεράστιο. Εναν προπονητή που αποτέλεσε την ιδανική επιλογή. Ποδοσφαιριστές που ο καθένας ήταν ηγέτης στη θέση του. Με τα προβλήματά του ο καθένας, με τους τσακωμούς μας μέσα στα αποδυτήρια. Αλλά και με ένα μυστήριο πράγμα. Οταν βγαίναμε να παίξουμε, γινόμασταν ένα πράγμα. Καταφέραμε και ενώσαμε τον κόσμο γύρω από την ομάδα. Ετσι ξεκίνησαν όλα.

Στο ποδόσφαιρο για να φτιάξεις ομάδα χρειάζονται δύο πράγματα: να έχεις χρήμα και υπομονή. Τότε υπήρχαν και τα δύο. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Εποχή Μπάρλου

Θυμάμαι, όταν άκουσα πως την ομάδα ανέλαβε ο Μπάρλος, η πρώτη μου σκέψη ήταν... «πάλι τα ίδια θα έχουμε, να δούμε τι μέρος του λόγου θα είναι κι αυτός». Στη δεύτερη, τρίτη επαφή μαζί του μου ήταν εύκολο να καταλάβω ότι κάτι καλό γίνεται. «Κάθε Παρασκευή θα πληρώνεστε» μου είχε πει και έτσι έγινε. Δεν μπορούσε κανείς μας να βγάλει τσιμουδιά, αφού δεν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα. Και ποιον από εμάς δεν πρωτοτακτοποίησε ο Μπάρλος. Τότε κάναμε όλοι μας λεφτά.

Ηθελα να με αφήσει για να πάω στον Κόσμο της Νέας Υόρκης. «Δεν θα πας πουθενά» μου είχε πει. «Πάμε για μεγάλα πράγματα». Και δικαιώθηκε.

Φέρνει το καλοκαίρι του ‘74 στην ομάδα τον Φάντροκ. Από την πρώτη στιγμή μπορούσες να καταλάβεις ότι κάτι διαφορετικό γίνεται. Αρχίσαμε να γυμναζόμαστε κανονικά, επαγγελματικά. Αλλαξε τα πάντα.

Ηρθαν στην ομάδα οι δύο Γερμανοί (Τσανλάιτερ, Βάγκνερ) και οι τρεις παίκτες του Πανιωνίου (Δέδες, Σκρέκης, Θεοφιλόπουλος). Πήρε και τον Νικολούδη. Η ομάδα είχε γίνει πλέον πανίσχυρη.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία από τις πρώτες συναντήσεις του Μπάρλου με τον Φάντροκ. Υποτίθεται ότι ήταν για το μεταγραφικό σχεδιασμό. Βγάζει ο παππούς μία λίστα και του ζητάει έξτρα υλικό για την προπόνηση. Δοκάρια μεγάλα, τέρματα μικρά, γκολπόστ μετακινούμενα, κώνους. Πλήρη εξοπλισμό. Η αξία της παραγγελίας ήταν 600.000 δραχμές τότε. Δύο καλές μεταγραφές της εποχής.

Γυρίζει ο Μπάρλος και μου λέει: «Τι διάολο, παίκτες θα πάρουμε ή σίδερα;»... Πού να πεις όχι στον Φάντροκ. Ενα ολόκληρο φορτηγό ήρθε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα άδειασε. Τα βλέπαμε και αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι κάτι αλλάζει.

Θυμάμαι τον Μπάρλο να έρχεται στην προπόνηση για να δει τα ρούχα μας. Τότε, όταν ξηλωνόταν μία φόρμα, βάζαμε τη γυναίκα του φροντιστή και μας έκανε μπάλωμα. Τα βλέπει ο Μπάρλος και τρελαίνεται. «Τι είναι αυτά τα πράγματα; Ομάδα είναι αυτή; Βάλ’ τα και κάψ‘ τα» ήταν η εντολή του...

Είχε από τότε έρθει σε συμφωνία με την Adidas. Και όταν πήγαμε στη Φρανκφούρτη για προετοιμασία και μας περίμεναν για την προπόνηση νέες φόρμες, αδιάβροχα, διπλές τσάντες. Τρελαθήκαμε. Ηταν σαφές ότι κάτι αλλάζει στην ΑΕΚ.

Το καταλάβαινες από απλά πράγματα, που τότε ήταν πρωτόγνωρα... Εμείς δεν είχαμε πριν παπούτσια να φορέσουμε και μας έδωσαν τάπες για χόρτο, τάπες για λάσπη, κάθε είδους τάπες...

Το ξεκίνημα στη Μόσχα

Κάθε παιχνίδι στο δρόμο για τους «4» του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ έγραψε τη δική του ιστορία. Ξεκίνημα με την Ντιναμό Μόσχας. Το... κλασικό μας 2-0 στη Νέα Φιλαδέλφεια και πάμε να παίξουμε στη Μόσχα με ομίχλη και πέντε υπό το μηδέν. Ισοφαρίζουν οι Ρώσοι το 2-0 του πρώτου αγώνα και ενώ όλα δείχνουν ότι πάμε για τα πέναλτι, μας δίνει ο Σκωτσέζος πέναλτι στο 120’.

Είναι όλη η ομάδα στο κέντρο του γηπέδου και δεν θέλει ούτε να βλέπει. Προχωράει ο Τάσος να το εκτελέσει, τον βλέπουμε να χάνεται στην ομίχλη και σαν αρχηγός πάω κι εγώ να του δώσω θάρρος.

Πάταγε με το πόδι του το χόρτο στη βούλα και, όπως ήταν σκυμμένος, του λέω: «Μην έχεις κανένα άγχος, δεν κρίνεται τίποτα. Ετσι κι αλλιώς στα πέναλτι πάμε. Διάλεξε μία γωνία και βάλ’ το»...

Γυρίζω να φύγω, βλέπω τους υπόλοιπους με την πλάτη γυρισμένη στο τέρμα για να μη βλέπουν και ακούω τον Τάσο να μου ψιθυρίζει: «Είσαι καλά, ρε Μίμη; Εξήντα χιλιάρικα είναι αυτά, δεν τα χάνω με τίποτα». Σούταρε και το κάρφωσε στο σίδερο.

Πριν από το ματς μου είχε πει ο Μπάρλος να τους πω ότι αντί για 20.000 δραχμές, που ήταν το πριμ για την πρόκριση, το ανέβαζε στα 60! Μιλάμε για πολλά λεφτά την εποχή εκείνη. Αντί να του δώσω εγώ θάρρος του Τάσου, μου έδωσε αυτός.

Με την Ντέρμπι

Στο ματς με την Ντέρμπι Κάουντι στην Αγγλία πετύχαμε τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της ΑΕΚ. Μέχρι τότε αγγλική ομάδα δεν είχε χάσει στην έδρα της στα Κύπελλα Ευρώπης. Αυτό, όμως, δεν ήταν τόσο σημαντικό. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι την απορία που είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπα των Αγγλων. Είχαμε κερδίσει 2-0 στο πρώτο ματς, χάναμε 1-0 στη ρεβάνς και παίζαμε επιθετικά. Οι παίκτες της Ντέρμπι είχαν μπλοκάρει. Αυτό το πράγμα δεν το είχαν ξαναδεί.

Το θέμα δεν είναι ότι αυτό μας ζητούσε ο Φάντροκ. Το θέμα είναι ότι στην τρίτη του χρονιά και με τη δουλειά που είχε προηγηθεί μπορούσαμε και να το κάνουμε.

Στα μέσα της δεύτερης χρονιάς του, όταν πλέον είχε φτάσει την προπόνηση στα επίπεδα που ήθελε, στα αποδυτήρια είχαμε αρχίσει να συζητάμε ότι είχαμε κουραστεί. Αποφασίσαμε να πάμε στον Φάντροκ μαζί με τον Γιώργο Δέδε. «Μίστερ, τα παιδιά συζητούν αν θα μπορούσες να κόψεις λίγο την προπόνηση, γιατί είμαστε πολύ κουρασμένοι» του είπαμε. Μας αγκαλιάζει και μας πάει αγκαλιά μέχρι την πόρτα: «Νομίζετε ότι είστε κουρασμένοι» μας απάντησε και μας έκλεισε την πόρτα.

Μερικές μέρες μετά, όμως, καταλάβαμε ότι έβαλε μπάλα ακόμα και το πρωί και ότι -χωρίς να μας το πει- είχε κάνει δεκτό το αίτημά μας. Μιλάμε για έναν προπονητή που, όταν δεν ακολουθούσες αυτό που σου έλεγε στην προπόνηση, σε έπιανε από το λαιμό. «Σήμερα θα με ακούσεις εμένα και θα μάθεις. Την Κυριακή δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω» ήταν η ατάκα του.

Στο «Μαρακανά»

Δεύτερο ματς με τον Ερυθρό Αστέρα, πανίσχυρο εκείνη την εποχή. Τυχεροί και στα δύο ματς. Τα μοναδικά στα οποία μας βοήθησε τόσο πολύ η τύχη. Σε αυτά τα ματς ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά ο Στεργιούδας. Στη Νέα Φιλαδέλφεια νικήσαμε 2-0, αλλά είχε βγάλει τρία τετ α τετ κλασικά.

Στο Βελιγράδι το ματς ήταν σκέτο μακελειό. Μας κράτησε προσωρινά το γκολ του Βάγκνερ, που είχε ισοφαρίσει, αλλά από το ημίωρο σχεδόν οι Σέρβοι το είχαν κάνει 3-1.

Αυτό ήταν και το μεγαλείο εκείνης της ομάδας. Είχε πέντε παίκτες που μπορούσαν να κάνουν γκολ στην πρώτη ευκαιρία που θα τους παρουσιαζόταν. Στην Ευρώπη αυτή είναι συνταγή. Και τότε σκόραραν ο Μαύρος, ο Τάσος, ο Νικολούδης, ο Βάγκνερ και εγώ.

Στο τέλος του ματς στο «Μαρακανά» μιλάω με τον Μπάρλο. «Εντάξει, ηρέμησες;» τον ρώτησα. «Α, ρε βλάχο... Εσύ είσαι μέσα και παίζεις. Εμένα με ρωτάς πώς αντέχω;» ήταν η απάντησή του...

Καταφέραμε και προκριθήκαμε. Και από εκείνο το ματς αρχίσαμε να πιστεύουμε.

Το έπος με την ΚΠΡ

Και φθάνουμε στα ματς με την ΚΠΡ. Στην Αγγλία κάναμε ίσως το καλύτερο παιχνίδι μας σε όλη αυτή την πορεία, παρά το γεγονός ότι χάσαμε με 3-0. Γι’ αυτό ίσως και δεν χάσαμε την πίστη μας στην πρόκριση. Γιατί ξέραμε ότι τους είχαμε παίξει στα ίσα.

Ο Μαύρος είχε κάνει το 2-0 και έμενε ακόμα πολύ. Το πιστεύαμε. Και έγινε εκείνη η σέντρα του Τάσου. Ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει πώς σηκώθηκα τόσο ψηλά ανάμεσα στους Αγγλους.

Αυτό δεν ήταν κεφαλιά, αυτό ήταν το ραντεβού στα τυφλά! Με έσπρωχναν και οι αμυντικοί της ΚΠΡ και βρήκα την μπάλα με το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Πήρε καταπληκτική τροχιά και την είδα να καρφώνεται στα δίχτυα.

Τι να γράψω τώρα για εκείνη τη βραδιά, μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια. Πριν από τη διαδικασία των πέναλτι βγάζαμε με τον Σταματιάδη την πεντάδα των εκτελεστών. «Ξέχασέ με εμένα» του είχα πει. Μπορεί να ήταν και βλακεία μου, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι στα 36 μου χρόνια και στο μεγαλύτερο παιχνίδι της ιστορίας, αν έχανα το πέναλτι, θα τα είχα χάσει όλα. Και ήταν πολλά. Ηταν 17 χρόνια καριέρας.

Προσπαθούσα να τους εμψυχώσω όλους. Τον Ραβούση, τον Ζαρζόπουλο, όλους. Και στο τέλος είχαμε μείνει ο Νικολάου, ο Στεργιούδας κι εγώ. Βλέπω τον Λάκη να βγάζει τη φόρμα του και του φωνάζω: «Ασ’ το Λάκη, άσ’ το, θα πάω εγώ».

Ετσι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή, έτσι έκανα. Θυμάμαι ότι όλο μου το κορμί είχε μυρμηγκιάσει.

Και δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου ότι όσο προχωρούσα προς το τέρμα ήταν σαν να κατέβαιναν το άγχος και η αδρεναλίνη μου από το κεφάλι στα πόδια. Οταν πήρα την μπάλα στα χέρια μου, ήμουν εντελώς ήρεμος σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Εγώ που μέχρι πριν από λίγο έτρεμα από το άγχος. Σούταρα στη γωνία που έπεσε ο Αγγλος, αλλά είχα βάλει όλη μου τη δύναμη. Μετά το έπιασε ο Χρηστίδης και αυτό ήταν.

Θυμάμαι στο τέλος που μπήκε ο κόσμος μέσα και εγώ, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, προσπαθούσα να βάλω τον Μπάρλο στα αποδυτήρια. Είχαμε αγκαλιαστεί, αλλά είχα καταλάβει ότι δεν ήταν καλά. Είχε αρχίσει να ψελλίζει. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. «Πήρα το χάπι μου;» με ρώτησε. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, τον πήγα στον Πανταζή, τον ξάπλωσε στο φυσιοθεραπευτήριο, άνοιξε τα παράθυρα.

«Εντάξει είμαι, μας είπε. Ηρέμησα. Έχει κάνει δουλειά το ηρεμιστικό» μας είπε και έτσι ησυχάσαμε.

Αμέσως μετά, μόνος και εξαντλημένος, μπήκα στο αυτοκίνητο για να γυρίσω σπίτι. Εμενα τότε Ιωάννου Δροσοπούλου και γινόταν χαμός από τα αυτοκίνητα. Ολη η Αθήνα ήταν στους δρόμους. Και ξαφνικά από το πίσω αυτοκίνητο με γνωρίζει ένας οπαδός, βγαίνει έξω, φωνάζει και τους υπόλοιπους και άρχισε πανηγύρι.

«Παιδιά, ο Μίμης είναι. Μίμη, έλα μαζί μας, πάμε Ομόνοια» μου φώναξαν. «Εντάξει, παιδιά, έρχομαι. Μπείτε στα αυτοκίνητα και πάμε Ομόνοια» τους απάντησα. Με το που έστριψα στην οδό Μυτιλήνης, πάρκαρα γρήγορα, πετάχτηκα στο σπίτι, μπήκα μέσα και... κρύφτηκα.

Τους την έκανα! Είχα σπίτι πορτοκάλια και μήλα σε τελάρα, μου τα έστελναν από τη Βέροια. Κάθισα να ξεκουραστώ, ήμουν τελειωμένος. Εφαγα πολλά φρούτα, ήπια νερό και προσπάθησα να ηρεμήσω. Πάντα μετά τα ματς ξεκουραζόμουν. Οι άλλοι πήγαιναν στα μπουζούκια και έλεγαν ότι εγώ δεν πάω, επειδή είμαι τσιγκούνης.

Να πάω στα μπουζούκια, αλλά την επόμενη μέρα. Ποτέ μετά από τέτοια κούραση.

Ο επίλογος

Κάπως έτσι έγιναν όλα. Με έναν πρόεδρο ηγέτη και με έναν προπονητή που μας έκανε επαγγελματίες. Αλλαξε την προπόνηση και την ιστορία της ΑΕΚ. Ο πρόεδρος ήταν η αρχή και το τέλος, αλλά μόνος του δεν θα έφτανε. Ο Φάντροκ άλλαξε τα πάντα.

«Με 19 παίκτες θα δουλεύω -είχε πει στον Μπάρλο- και θα παίρνουν όλοι τα πριμ, θα είναι όλοι βασικοί». Αλλά από εκεί και πέρα είχε απαιτήσεις. Μετά τις ήττες, μέσα στα αποδυτήρια, δεν έλεγε κουβέντα. «Δεν πειράζει, την άλλη Κυριακή έρχεται άλλο ματς» έλεγε.

Μέσα στην εβδομάδα, όμως, δεν σήκωνε κουβέντα. Διπλές προπονήσεις κάθε μέρα και όποιος δεν άντεχε, έφευγε. Εκλεισε τις προπονήσεις στις οποίες ερχόταν κόσμος πολύς και μετά τους δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι δεν θα ακούγεται κιχ.

«Την Κυριακή είναι η δική σας η χαρά με το παιχνίδι. Τις υπόλοιπες μέρες η χαρά είναι δική μου» ήταν η ατάκα του. Οπως πριν από τα ευρωπαϊκά ματς που συνήθιζε να λέει ότι... «σήμερα, εκτός από φαγητό, έχει και πάστα». Και επειδή δεν μπορούσε να προφέρει... πάστα, έλεγε... «πάσχα» και δεν μπορούσαμε αρχικά να καταλάβουμε τι εννοούσε.

Και η μεγάλη δική μου αναγνώριση είναι όταν κάποια μέρα, μετά από εκείνη την πορεία, πήγα στο γήπεδο και με ειδοποίησαν ότι με ήθελε ο Φάντροκ. Πήγα στο γραφείο του, με αγκάλιασε και μου έδειξε ότι είχε κρεμάσει τη δική μου φωτογραφία δίπλα σε αυτήν του Νέεσκενς. «Μίμη, αυτά είναι τα δύο μου παιδιά. Οι δύο κορυφαίοι παίκτες της Ευρώπης».

Από την πρώτη στιγμή μπορούσες να διαισθανθείς ότι η ιστορία της ΑΕΚ άλλαζε. Θυμάμαι τι μου είχε πει ο Μπάρλος, όταν είχε διώξει τον Λαβαρίδη. «Συμφωνώ ότι είναι καλό παιδί και, αν είναι ανύπαντρος, να του βρούμε μία γυναίκα να τον παντρέψουμε! Αλλά με τον Λαβαρίδη, δεν μπορώ να πάω Ευρώπη. Και εμένα ο στόχος μου είναι η Ευρώπη»...

Ετσι είπε και έτσι έγινε. Ετσι γράφτηκε η ιστορία...

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

ΑΕΚ: Τελευταία Ενημέρωση