
Για πολλά χρόνια, το Παρίσι ήταν μία από εκείνες τις πρωτεύουσες που δεν έχουν δυνατό εκπρόσωπο στον χώρο του ποδοσφαίρου. Η Παρί Σεν Ζερμέν είχε κατά καιρούς εκλάμψεις, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα τον 20ό αιώνα, μερικά Κύπελλα και League Cup, συν ένα Κυπελλούχων το 1996, ωστόσο ήταν μακράν πίσω από Λιόν, Μονακό, Μαρσέιγ και όχι μόνο στο γαλλικό ποδοσφαιρικό στερέωμα. Τα τέλη των 00’s δε, είχε κινδυνέψει σε παραπάνω από μία περιπτώσεις να υποβιβαστεί...
Όλα άλλαξαν δραστικά το σωτήριον έτος 2011, όταν η Qatar Sports Investments αποφάσισε να ταράξει τα νερά αποκτώντας τον σύλλογο, με στόχο να τον κάνει έναν από τους μεγαλύτερους στον κόσμο - σε μια εποχή που ήταν απλώς ο μεγαλύτερος της πόλης.
Εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ διοχετεύτηκαν άμεσα στα ταμεία της ομάδας, με παίκτες που μέχρι πρότινος δεν θα έμπαιναν καν στη διαδικασία να συζητήσουν για το ενδεχόμενο να παίξουν στο Παρκ ντε Πρενς, να έρχονται δυο-δυο στην πόλη του φωτός.

Υπό την ηγεσία του Νασέρ Αλ-Κελαϊφί, οι Παριζιάνοι έγιναν γρήγορα αφεντικά στη Ligue 1, χάνοντας μονάχα τρία πρωταθλήματα μέχρι φέτος, την ώρα πάντως που ο μεγάλος στόχος ήταν άλλος. Να έρθουν και οι ευρωπαϊκοί τίτλοι, με την Παρί να επιστρέφει στο Champions League το 2012 και έκτοτε να αποτελεί μόνιμο μέλος της διοργάνωσης.
Κι αν συνήθως οι ποδοσφαιρόφιλοι αρέσκονται να βλέπουν φρέσκες ομάδες να διεκδικούν τρόπαια, η περίπτωση της Παρί, όπως και αυτή της Μάντσεστερ Σίτι, ήταν διαφορετική. Μπορεί το ποδόσφαιρο να έχει μπει σε μονοπάτια μη ρομαντικά εδώ και χρόνια, ωστόσο ο πακτωλός χρημάτων που ήρθε από την αραβική χερσόνησο και μετέτρεψε από τη μια στιγμή την άλλη την Παρί από μέτριο γαλλικό κλαμπ, σε μεγαθήριο που χαλάει τα εκατομμύρια σαν φυστίκια, δεν έκατσε καλά σε πολλούς.
Η έκφραση ”oil club”, σε ελέυθερη μετάφραση «ομάδα... πετρελαίου», συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια την PSG, λόγω της προέλευσης του πλούτου της από το Κατάρ, με την επιτυχία της να μοιάζει τεχνητή.
Κακά τα ψέματα, η Παρί δεν ήταν και η πιο συμπαθής ομάδας που διεκδικούσε κάθε χρόνο τον τίτλο του Champions League, με πολλούς ουδέτερους να πανηγυρίζουν στα social media τον αποκλεισμό που, αργά ή γρήγορα, ερχόταν κάθε χρόνο.

Τι κι αν παρέλασαν από το Παρίσι τεράστια ονόματα, από Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, Έντινσον Καβάνι και Νταβίντ Λουίζ τα πρώτα χρόνια, μέχρι το απόγειο με Λιονέλ Μέσι, Νεϊμάρ και Κιλιάν Εμπαπέ πιο πρόσφατα, με εξαίρεση τον χαμένο τελικό με την Μπάγερν Μονάχου το μαρτυρικό, για τον αθλητισμό και όχι μόνο, 2020, η κούπα με τα μεγάλα αυτιά δεν ήρθε ποτέ.
Κάρλο Αντσελότι, Λοράν Μπλαν, Ουνάι Έμερι, Τόμας Τούχελ, Μαουρίτσιο Ποτσετίνο και Κριστόφ Γκαλτιέ δεν κατάφεραν να οδηγήσουν την επένδυση του Αλ-Κελαϊφί στη γη της επαγγελίας και οι Καταριανοί έβλεπαν τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν να μην είναι αρκετά.
Η συνταγή της επιτυχίας δεν μπορούσε να βρεθεί, παρά τα ατελείωτα λεφτά και τους παικταράδες που έρχονταν ο ένας μετά τον άλλον.
Τα πράγματα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά και μια πρώτη κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε το 2022, όταν έφτασε στο Παρίσι για να αναλάβει χρέη συμβούλου ο Λουίς Κάμπος, ο άνθρωπος που είχε καταφέρει να κάνει φιγουρίνια τη Μονακό και τη Λιλ τα προηγούμενα χρόνια.
Οι σταρ άρχισαν να αποχωρούν ο ένας μετά τον άλλον. Ο Λουίς Ενρίκε, στο μεταξύ, είχε επιστρέψει μετά από έξι χρόνια στο συλλογικό ποδόσφαιρο, αναλαμβάνοντας να αντικαταστήσει το καλοκαίρι του 2023 τον Γκαλτιέ, που δεν δικαίωσε τις προσδοκίες.

Μετά από μία καλή πρώτη σεζόν, που κατέκτησε τα πάντα εντός συνόρων και οδήγησε την Παρί στα ημιτελικά του Champions League για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια, ήρθε η αποχώρηση του Εμπαπέ, που έφυγε ως ελεύθερος για τη Ρεάλ Μαδρίτης, σε μία καταστροφική, οικονομικά, εξέλιξη.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια όμως, η PSG δεν είχε τον ξεκάθαρο σταρ στο ρόστερ της. Λεφτά προφανώς συνέχισαν και συνεχίζουν να φεύγουν αφειδώς από τα ασφυκτικά γεμάτα ταμεία του συλλόγου, ωστόσο πλέον, οι Παριζιάνοι δεν στόχευαν αποκλειστικά σε λαμπερά ονόματα και βεντέτες.
Φέτος, ο Ενρίκε στηρίχτηκε στον παλιό, στα 26 του, Τζανλουίτζι Ντοναρούμα, που κατέβαζε ρολά όποτε έπρεπε. Σε έναν άσημο, σχετικά, στόπερ από το Εκουαδόρ, τον Γουίλιαν Πάτσο, που ήρθε μόλις πέρυσι από την Άιντραχτ Φρανκφούρτης.

Τον ηγετικό Αχράφ Χακίμι, που μαζί με τον Νούνο Μέντες, συνθέτουν ένα από τα πιο παραγωγικά δίδυμα μπακ του φετινού Champions League. Βιτίνια, Φαμπιάν Ρουίθ και Ζοάο Νέβες κεντούν στο κέντρο, την ώρα που ο Ουσμάν Ντεμπελέ μοιάζει να στήνει ένα κακόγουστο αστείο στους ανθρώπους της Μπαρτσελόνα, μετρώντας 33 γκολ και 13 ασίστ σε 48 ματς.
Ο Χβίτσα Κβαρατσκέλια ήρθε τον χειμώνα σχεδόν αθόρυβα από τη Νάπολι για να κουμπώσει στη γραμμή κρούσης του 55χρονου προπονητή, δίπλα σε συναρπαστικές περιπτώσεις νεαρών ποδοσφαιριστών όπως ο Μπράντλεϊ Μπαρκολά και ο Ντεζιρέ Ντουέ.
Ούτε Εμπαπέ, ούτε Μέσι, ούτε Νεϊμάρ, ούτε Ίμπρα, ούτε Καβάνι, ούτε Ικάρντι. Η αποχώρηση και της τελευταίας βεντέτας συνδυάστηκε με μία τρομερή χρονιά, που έφερε την Παρί ένα βήμα μακριά από το ιερό δισκοπότηρο.
Ωστόσο, αυτός δεν είναι το μοναδικό κατόρθωμα του Λουίς Ενρίκε. Η μπάλα που παίζει η Παρί, την έστειλε στον τελικό και παράλληλα την έκανε να κερδίσει οπαδούς. Όσο κι αν απεχθάνεται κανείς τον τρόπο με τον οποίον εδραιώθηκε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα η Παρί, η φετινή της έκδοση αποτελεί την καλύτερη που έχουμε δει και σίγουρα την πιο συμπαθητική.
Σε μια σεζόν που η εισαγωγή του φορμάτ της league phase έκατσε βαριά στους Παριζιάνους, που μπήκαν στην 24άδα με ντεμαράζ στην τελική ευθεία, οι προκρίσεις εις βάρος των Μπρεστ, Λίβερπουλ, Άστον Βίλα και Άρσεναλ έφεραν ένα δικαιότατο εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό του Μονάχου. Πάνω από τους μισούς εκπροσώπους της Premier League, που θα έχει έξι ομάδες στον θεσμό τη νέα σεζόν, επιχείρησαν να της κόψουν την πορεία αλλά απέτυχαν.
Με ωραία μπάλα, πολλά γκολ και έχοντας στο δυναμικό του παίκτες που δεν κουβαλούν απαραίτητα τη λάμψη των σταρ που φόρεσαν παλαιότερα τη φανέλα της ομάδας αλλά προσφέρουν μάλλον περισσότερα από εκείνους, ο τεχνικός από την Αστούρια δημιούργησε και μας παρουσίασε ένα σύνολο που έχει όλα τα φόντα να το πάει μέχρι τέλους. Και στη διαδρομή, κέρδισε φίλους.
Πηγή: sport-fm.gr