
«Premier League γίναμε», αναφωνούμε αστειευόμενοι κάθε φορά που στο ελληνικό πρωτάθλημα «κάτσει» καμιά ματσάρα. Είναι η κλασική ατάκα όταν ένα παιχνίδι ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και θυμίζει κάτι από Αγγλία. Και η 5η αγωνιστική της σεζόν 2025-26 δεν είχε απλώς ένα τέτοιο ματς. Είχε έξι τέτοια και περιμένουμε άλλο ένα σήμερα (29/09), στο Περιστέρι, για να δούμε αν θα δέσει το γλυκό.
Η αγωνιστική ήταν μία από τις καλύτερες, συνολικά, που θυμάμαι τα τελευταία χρόνια και σίγουρα η κορυφαία μέχρι στιγμής στη φετινή σεζόν. Δεν είναι μόνο τα 21 γκολ. Είναι ότι είδαμε παιχνίδια με ρυθμό, ένταση, εναλλαγές στο σκορ, φάσεις (ποδοσφαιρικές και… διαιτητικές), μικρομεσαίες ομάδες με «θράσος», που έπαιξαν για τη νίκη και όχι για το μηδέν.
Σύμφωνοι, για τις ίδιες τις ομάδες, ειδικά για εκείνες που γκέλαραν (όπως ο ΠΑΟΚ) ή ηττήθηκαν (όπως ο ΟΦΗ), η αίσθηση δεν είναι η ίδια. Δεν θα μιλήσουν για «γιορτή», ούτε για «απόλαυση». Αλλά για τον κόσμο, είτε βρέθηκε στο γήπεδο είτε παρακολούθησε από την τηλεόραση, και γουστάρει να βλέπει μπάλα, ήταν μια αγωνιστική που τον αποζημίωσε.
Καμία αναμέτρηση δεν ήταν αδιάφορη. Κανένα ματς δεν έμοιαζε «προβλέψιμο». Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, υπήρχε κάτι να δεις, κάτι να σχολιάσεις, κάτι να θυμάσαι. Ήταν μια σπάνια στιγμή, που το ελληνικό ποδόσφαιρο έδειξε τι μπορεί να προσφέρει όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ή έστω όταν το ίδιο το παιχνίδι αποφασίζει να αγνοήσει τις συνθήκες και το περιβάλλον που το φιλοξενεί… Διότι αυτό το περιβάλλον, για άλλη μια φορά, αποδείχθηκε προβληματικό.
Το ποδόσφαιρο είναι η μπάλα, το θέαμα, αλλά είναι και το περιτύλιγμα. Τα γύρω γύρω. Και εκεί, δυστυχώς, η πραγματικότητα μας προσγείωσε. Το VAR, αντί να προσφέρει σιγουριά, έγινε πηγή αμφιβολίας. Στο Ολυμπιακός-Λεβαδειακός απουσίαζε εντελώς. Ένας αγώνας πρώτης κατηγορίας, σε ένα από τα πιο σύγχρονα γήπεδα της χώρας, διεξήχθη για μεγάλο μέρος του χωρίς το βασικό εργαλείο ελέγχου φάσεων. Η εικόνα του Κατσικογιάννη να στέκεται 20 λεπτά για να καταλάβει τι συμβαίνει και να προσπαθεί να συνεννοηθεί ήταν τουλάχιστον αστεία, άσχετα αν έπρεπε ή όχι να περιμένει τόσο για να πάρει μια απόφαση. Δεν έχει σημασία αν η διαδικασία απαιτούσε χρόνο. Αυτό που έμεινε ως εντύπωση ήταν ένας διαιτητής σε αμηχανία, ένα σύστημα εκτός λειτουργίας και ένα γήπεδο που παρακολουθούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Και όταν η εικόνα είναι αυτή, το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό. Και κάπου εδώ, ας μάθουμε επιτέλους τι συνέβη. Δεν είναι δα και κανένα μυστικό κράτους. Δεν ζητάμε απόρρητα έγγραφα, αλλά μια απλή εξήγηση. Γιατί σταμάτησε να λειτουργεί το VAR; Ποιος ευθύνεται; Τι πήγε στραβά; Όσο αυτά μένουν στο σκοτάδι, τόσο το φως του αγωνιστικού θεάματος θα χάνεται πίσω από σκιές δυσπιστίας. Στην τελική μέτρησε ένα γκολ που αν δούλευε το VAR θα είχε ακυρωθεί. Φαντάζεστε να είχε γίνει κάτι τέτοιο σε ντέρμπι;
Στο Αγρίνιο, η εικόνα ήταν διαφορετική, αλλά εξίσου προβληματική. Ας αφήσουμε για την ώρα στην άκρη το γεγονός ότι ο Ζαμπαλάς τα έκανε μαντάρα στη φάση του πέναλτι, οδηγώντας τον Τσακαλίδη σε λανθασμένη απόφαση. Τρία ολόκληρα λεπτά χρειάστηκαν για να ενεργοποιηθεί το ημιαυτόματο οφσάιντ και να ακυρωθεί το γκολ του Σιέλη! Και αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Τι διάολο το βάλαμε το ημιαυτόματο οφσάιντ, αν είναι να τρώμε τρία λεπτά για να δούμε αν μια φάση είναι οφσάιντ ή όχι; Θα πει κανείς: Φαντάσου και να μην το είχαμε. Τι θα γινόταν σήμερα! Γιατί χωρίς αυτό, άκρη δεν θα βγάζαμε. Το τρίλεπτο, ωστόσο, προκαλεί απορίες. Εκτός αν εκείνη την ώρα οι διαιτητές διάβαζαν τον κανονισμό, που λέει ότι τα τα χέρια και οι βραχίονες δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της θέσης στο οφσάιντ. Το όριο για τον επιθετικό ποδοσφαιριστή βρίσκεται στη μασχάλη, δηλαδή στο σημείο από το οποίο μπορεί να σκοράρει νόμιμα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το χέρι του Μπακασέτα φαίνεται πιο μπροστά στη φάση, το κρίσιμο σημείο ήταν η ευθεία των ώμων. Και αυτό, θεωρητικά, είναι κάτι που το ημιαυτόματο οφσάιντ θα έπρεπε να εντοπίζει άμεσα και με ακρίβεια. Όχι να δημιουργεί σύγχυση και να αφήνει τον κόσμο να αναρωτιέται.
Πάμε και στο Παγκρήτιο. Ένα γήπεδο σε τραγική κατάσταση. Ένας αγωνιστικός χώρος που δεν πληροί ούτε τα στοιχειώδη, που δεν προσφέρει τις ελάχιστες προδιαγραφές για ποδοσφαιρική αναμέτρηση επαγγελματιών. Κανονικό βοσκοτόπι, με όλον τον σεβασμό στα βοσκοτόπια! Και όμως, εκεί διεξήχθη χθες αγώνας ενός πρωταθλήματος που φιλοδοξεί να βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα της UEFA.
Είναι το ίδιο γήπεδο όπου κάποτε ο Λευτέρης Αυγενάκης οραματιζόταν να φιλοξενήσει αγώνες Μουντιάλ -αν η Ελλάδα έπαιρνε το Παγκόσμιο Κύπελλο μαζί με τη Σαουδική Αραβία. Το Παγκρήτιο, που παρουσιάστηκε ως υποψήφιο για διεθνείς διοργανώσεις, σήμερα θυμίζει -και είναι- όπως τόσες εγκαταστάσεις που μας έμειναν από το 2004, ένα εγκαταλελειμμένο δημοτικό στάδιο.
Οι εικόνες του αγωνιστικού χώρου, να φεύγουν κομμάτια μετά από κάθε κλώτσημα της μπάλας, είναι ντροπιαστικές. Οι συνθήκες, απαράδεκτες. Το σκηνικό δεν παραπέμπει σε επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Παραπέμπει σε αμέλεια, σε αδιαφορία, σε έλλειψη σχεδίου και φροντίδας. Δεν γίνεται να μιλάμε για Super League και να βλέπουμε τέτοιες εικόνες. Δεν γίνεται να ζητάμε σεβασμό από το κοινό, όταν το ίδιο το προϊόν δεν σέβεται τον εαυτό του.
Φανταστείτε τώρα πόσο χειρότερη ήταν η εικόνα του Παγκρητίου πριν από λίγο καιρό, πριν αναγκαστεί, δηλαδή, η ΠΑΕ ΟΦΗ να το χρησιμοποιήσει ως έδρα. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη, ίσως να μην είχε γίνει ούτε το ελάχιστο «σουλούπωμα» που παρατηρείται σήμερα. Και μόνο που το γήπεδο χρησιμοποιείται καθημερινά από δεκάδες σωματεία, αθλητές και παιδιά για άθληση, λέει πολλά για την εγκατάλειψη που προηγήθηκε. Το γεγονός ότι χρειάστηκε η πίεση μιας επαγγελματικής ομάδας για να κινηθεί κάτι, έστω και αν φτάσαμε τέλη Σεπτέμβρη, δείχνει πώς αντιμετωπίζουμε τις αθλητικές εγκαταστάσεις στη χώρα: Όχι ως επένδυση, αλλά ως βάρος.
Και το Παγκρήτιο είναι απλώς ένα παράδειγμα. Γιατί να μη θυμηθούμε το «αγροτεμάχιο» του Αιγάλεω, όπου αγωνίζεται επαγγελματική ομάδα; Γιατί να μη πιάσουμε ένα-ένα τα γήπεδα της Super League 2, που σε πολλές περιπτώσεις δεν πληρούν ούτε τις προδιαγραφές για τηλεοπτική μετάδοση, πόσο μάλλον για αξιοπρεπή αγώνα;
Στην ίδια κατηγορία και η Κηφισιά. Μια ομάδα που προσπαθεί να σταθεί στην πρώτη κατηγορία, τα πηγαίνει εξαιρετικά μέχρι στιγμής, αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται χωρίς δικό της γήπεδο, γυρίζοντας από έδρα σε έδρα. Δεν έχει σταθερό «σπίτι». Χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αντιμετωπίζουμε το ποδόσφαιρο σε επίπεδο υποδομών. Δεν μπορείς να χτίσεις ομάδα χωρίς βάση. Δεν μπορείς να μιλάς για επαγγελματισμό όταν η έδρα σου είναι βοσκοτόπι, προσωρινή ή δανεική.
Η 5η αγωνιστική ήταν, πράγματι, εξαιρετική. Πλούσια σε γκολ, ρυθμό, ανατροπές και συγκινήσεις. Αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται μόνο καλές αγωνιστικές. Χρειάζεται, επιτέλους, σοβαρότητα. Χρειάζεται επενδύσεις σε γήπεδα, σε τεχνολογία, σε ανθρώπους. Χρειάζεται εμπιστοσύνη, όχι μόνο μεταξύ των ομάδων και των θεσμών, αλλά και με το κοινό. Γιατί όταν ο κόσμος δεν εμπιστεύεται το προϊόν, δεν θα το στηρίξει. Και χωρίς κοινό, το ποδόσφαιρο δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Το VAR και το Παγκρήτιο δεν είναι απλώς τεχνικά προβλήματα. Είναι πολιτισμικά σημάδια. Είναι η απόδειξη ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν πάσχει από ταλέντο ή από προπονητές που δουλεύουν μεθοδικά, πάσχει από σοβαρότητα, πλαίσιο, υποδομές, σχέδιο. Και όσο αυτό δεν αλλάζει, θα συνεχίσουμε να ζούμε για τις στιγμές και να ξεχνάμε το μέλλον, κάνοντας όνειρα για τη 10άδα της UEFA, πάνω σε σαθρές βάσεις.
Πηγή: Sport-fm.gr