Συγκινητικές ήταν οι στιγμές που εκτυλίχθηκαν από νωρίς το πρωί του Σαββάτου στη Μητρόπολη Αθηνών, με κόσμο να συγκεντρώνεται για να πει το τελευταίο αντίο στον σπουδαίο Διονύση Σαββόπουλο.
Ιδιαίτερη ήταν η παρουσία της συζύγου του δημιουργού, Άσπας με την οποία μοιράστηκε δεκαετίες ζωής, ενώ μαζί απέκτησαν δύο γιούς, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό. Στο πλευρό της βρέθηκαν φίλοι, συνεργάτες και απλοί πολίτες για να τη συλλυπηθούν και να της συμπαρασταθούν.
Δίπλα της βρίσκονταν τα παιδιά και τα εγγόνια του Διονύση Σαββόπουλου, σε ατμόσφαιρα βαριάς συγκίνησης.
Η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού παιανίζει ήχους του Διονύση Σαββόπουλου
Ήχους από μουσικές του Διονύση Σαββόπουλου παιανίζει η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού, συνοδεύοντας το φέρετρο του Διονύση Σαββόπουλου έξω από το τη Μητρόπολη Αθηνών.
Το πρώτο τραγούδι ήταν το «τι έπαιξα στο Λαύριο», ενώ στη συνέχεια ακούστηκαν οι ήχοι του τραγουδιού «Συννεφούλα μου», με τον κόσμο να χειροκροτά ρυθμικά.
Εγγονός Σαββόπουλου: Ένιωθα κόμπο στον λαιμό μου από συγκίνηση κάθε φορά που ήμουν μαζί
Ο εγγονός του Διονύση Σαββόπουλου αποκάλυψε ότι όταν ήταν μικρός, ένιωθε «κόμπο στον λαιμό του από συγκίνηση κάθε φορά που ήμασταν μαζί. Αυτή η συγκίνηση ερχόταν από την αγάπη που λάμβανα».
«Μέσα από όλα, η μελαγχολία μας κάνει να αγαπάμε και να νιώθουμε ενωμένοι. Η ψυχή σου μένει μαζί μας. Σ' αγαπώ πολύ», είπε.
Γιος Σαββόπουλου: Προσπαθούσε να μας πει ότι το άυλο και το υλικό έρχονται ταυτόχρονα
Το ευχαριστώ του προς όλους όσοι πήγαν στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου εξέφρασε ο γιος του.
«Εμένα ξηλώθηκε να μου πληρώσει την εκπαίδευσή μου όταν σπούδασα στην Αμερική κι από την άλλη είχε μια πνευματικότητα και αναχωρούσε και πήγαινε στο Πήλιο για εννιά μήνες, είπε ο γιος του.
«Κατάλαβα το μήνυμα που πήγε να μας περάσει είιναι ότι είμαστε αυτό που είμαστε με το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, τα ρούχα μας, και ταυτόχρονα είμαστε κάτι έξω από αυτό το υλικό, παραδίπλα. Η πνευματική μεριά και η υλική μεριά τρέχουν ταυτόχρονα. Εμείς έχουμε την τάση να τα ξεχνάμε. Αλλά προσπαθούσε να μας πει ότι το άυλο και το υλικό ήταν ταυτόχρονα», ανέφερε.
Γαλάνη: Το έργο του Σαββόπουλου είναι και θα είναι πάντα ολοζώντανο, νέο, αιώνια κληρονομιά μας
«Έχουν γράψει κι έχουν πει για σένα πανέμορφα πράγματα. Λόγια ψυχής. Τελικά κατάφερες και μας έκανες όλους ποιητές και ενωμένους. Πραγματικά ο κόσμος τα έχει πει όλα. Τα νιώθει όλα. Και πώς αλλιώς θα ήταν άλλωστε, αφού μας έχεις δώσει τέτοια δώρα. Θέλουμε με κάποιο τρόπο να σου ανταποδώσουμε αυτό το μεγάλο ευχαριστώ», είπε η Δήμητρα Γαλάνη.
«Το έργο σου είναι και θα είναι πάντα ολοζώντανο, νέο, αιώνια κληρονομιά μας. Εσύ θα λείπεις, θα μου λείπεις. Γιατί είσαι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα μου. Γιατί ο λόγος σου ήταν το πιο φωτεινό μονοπάτι της ζωής μου. Γιατί ήμουν εκεί στα γλέντια μας με τις κιθάρες και τα τραγούδια. Γιατί κρεμόμουν από το στόμα σου κάθε φορά που θα μιλούσες. Γιατί έφηβη στεκόμουν στην ουρά για να πάρω τον καινούριο σου δίσκο», είπε.
«Ξεκουράσου Διονύση, ήξερες ακριβώς τι θα παίξεις για τα παιδιά που θα έρθουν και θα κατανοούν όλο και καλύτερα την πολύτιμη λέξη σου για να μαθαίνουν πού πατούν και πού πηγαίνουν. Ποια είναι η ταυτότητά τους και για ποιο λόγο θα πρέπει να συνεχίσουν να αγαπούν και να είναι υπερήφανοι γι' αυτή τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ταλαίπωρη πατρίδα».
Η Δήμητρα Γαλάνη απευθύνθηκε και στην Άσπα, την παιδική της φίλη, όπως είπε. «Έχεις τα παιδιά σου που θα σου απαλύνουν όσο γίνεται αυτό το τεράστιο κενό. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι και θα είμαι πάντα κοντά σου. Στο καλό πολυαγαπημένε μας Διονύση, σε ευχαριστούμε για όλα».
Αλκίνοος Ιωαννίδης: Ο Σαββόπουλος ανέδειξε το πολύτιμο, ανέβασε το επίπεδο της χώρας
«Σου άρεσαν οι γιορτές, τα μπουλούκια, τα συμπόσια, τα πανηγύρια. Τα χαιρόσουν», είπε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ενθυμούμενος ότι η πρώτη συναυλία που πήγε, ως παιδί στη Λευκωσία, ήταν του Διονύση Σαββόπουλου, όταν κανείς δεν υπήρχε.
«Μας ανέθρεψες, μας στήριξες, μας ελευθέρωσες. Μαζί με τους αγαπημένους σου δασκάλους, τον Μάνο Χατζηδάκη και τον Τσιτσάνη, ανέδειξες το πολύτιμο, ανέβασες το επίπεδο της χώρας συλλογικά και το επίπεδο του καθενός».
Επικαλούμενος τον αδερφό του, που του είπε ότι «ο Σαββόπουλος καταργεί το πένθος», ο Αλκίνοος Ιωαννίδης αναρωτήθηκε: «Γιατί έκλαψα τοσο; Για ποιον; Για σένα ή για μένα;». Παράλληλα, αναφέρθηκε στις αντιφάσεις του, λέγοντας ότι ήταν ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός. «Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο εαυτός σου».
«Μόνο ένας απείθαρχος θα μπορούσε να φτάσει εκεί που έφτασες. Θέλαμε να σε εξηγήσουμε, ήσουν ανεξήγητος. Στην τελευταία σου συναυλία ήσουν πιο ευάλωτος και πιο σίγουρος από ποτέ», είπε.
«Φεύγεις γιορτινός και αιώνιος αφήνοντάς μας τα ανεκτίμητα δώρα του περάσματός σου από τη γη», κατέληξε.
Μητσοτάκης: Ο Σαββόπουλος ανήκει στους λίγους που ενώ μας ψυχαγωγούν, μας καθορίζουν
«Δεν είμαι εδώ μόνο ως φίλος και θαυμαστής του, αλλά έχω χρέος προς ένα σπουδαίο Έλληνα. Ο Νιόνιος συμβάδισε με τη ζωή της χώρας σε όλη του τη ζωή, δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες και προειδοποιώντας μας. Έχοντας την δική του άποψη για τα πράγματα, ανοιχτή. Γι' αυτό και στη μουσική μπόρεσε να φέρει τη ροκ κοντά στο έντεχνο, έτσι και στην πολιτική.», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε στίχους του Διονύση Σαββόπουλο από τον Άγγελο - Εξάγγελο, «γιατί αποτελούν ευθύ και δημόσιο λόγο. Πετυχαίνουν να ενώσουν τον ευαίσθητο χώρο της τέχνης με τον πραγματισμό της πολιτικής».
«Τα νέα που μάς έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας
Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας
Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και τού ’παμε να φύγει μουδιασμένα
Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μη μάς πει κανένα Μια απόδειξη ότι η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται πολύ πιο ισχυρή».
«Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν δέχτηκε ποτέ αξιώματα», επισήμανε προσθέτοντας ότι ανήκει στους λίγους που ενώ μας ψυχαγωγούν, μας καθορίζουν. Κατέστη ο χρονογράφος του ελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα. Η κληρονομιά του αποτελεί κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. «Νιόνιο μας, θα σε αποχαιρετίσω με ένα μεγάλο ευχαριστώ. Από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος πιάνει μια κιθάρα αλλά και κάθε φορά που κοιτιόμαστε σε έναν καθρέφτη. Με τα καλά μας και τα στραβά μας», είπε.
Αναλυτικά ο επικήδιος του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Για τον άνθρωπο και τραγουδοποιό που αποχαιρετούμε σήμερα, θα μιλούν πάντα τα συναισθήματα όλων όσοι ταξίδεψαν με τις νότες και τους στίχους του. Κάτι φυσικό, αφού κατά καιρούς τραγούδησε για τον καθέναν από εμάς. Προσωπικά, όμως, δεν είμαι εδώ μόνο σαν φίλος και σαν θαυμαστής του, αλλά από χρέος προς έναν μεγάλο Έλληνα που έζησε και περιέγραψε μοναδικά τις περιπέτειες του τόπου του. Τις μεγάλες και τις μικρές εικόνες που γέννησαν, αλλά και τη γεύση που άφησε η εμπειρία τους.
Ο Νιόνιος, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή συμβάδισε με τη ζωή της χώρας, δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες, αλλά και προειδοποιώντας στις επικίνδυνες κατηφόρες, έχοντας πάντα τη δική του άποψη για τα πράγματα, ανοιχτή, αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων. Γι’ αυτό και όπως στη μουσική πέτυχε να φέρει το ροκ κοντά στο έντεχνο, στο λαϊκό και στο δημώδες, έτσι και στο κοινωνικό πεδίο από τις οραματικές ιδέες της αριστεράς συναντήθηκε με τον ρεαλισμό της φιλελεύθερης σκέψης.
Δεν θα κρύψω, λοιπόν, ότι τα λόγια που προσωπικά θα ξεχώριζα από το πλούσιο έργο του είναι αυτά που ο Διονύσης ταίριαξε στον «Άγγελο εξάγγελο». Ίσως γιατί υπήρξαν απόλυτα προφητικά για όσα τελικά ζήσαμε. Πριν από όλα, όμως, γιατί αποτελούν ευθύ και βαθύ δημόσιο λόγο. Κατορθώνουν έτσι κάτι σπάνιο: να γεφυρώσουν τον ευαίσθητο κόσμο της τέχνης με τον πραγματισμό του κόσμου της πολιτικής. Και τι λένε αυτά τα λόγια; «Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά/ μα ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας. Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά/ κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας». Όταν, ωστόσο, φάνηκε πως «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα», οι ακροατές τού είπαν εκνευρισμένοι «να φύγει μουδιασμένα». Αφού ο Άγγελος «δεν είχε νέα ευχάριστα να πει/ καλύτερα να μη μας πει κανένα». Μια απόδειξη πως η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται, συχνά, πολύ πιο περιγραφική και πολύ πιο ισχυρή από κάθε πολιτικό επιχείρημα. Καθώς, μάλιστα, ο Διονύσης δεν αρνήθηκε ποτέ την πρόκληση της αμφισβήτησης, έγινε πυροδότης προβληματισμού και στα δύο αυτά επίπεδα: από τη μία πρωτοπόρος στους δρόμους του πενταγράμμου και αιρετικός στα σχόλιά του και από την άλλη ένας πατριώτης που αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά, μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του γλυκού αφηγητή και πότε του επικριτή κάθε λάθους του κράτους ή του πολίτη, ώστε η στάση του να μετατρέπεται σε έναν αόρατο συντελεστή στην εξίσωση της δημοκρατίας. Δεν ήταν, πάντως, μόνο η δημόσια συμπεριφορά του Διονύση που νιώθω να ενώνουν στο πρόσωπό του την τέχνη με την πολιτική. Αυτός που, θυμίζω, δεν δέχτηκε ποτέ δημόσιες θέσεις ή αξιώματα. Ήταν και το μήνυμα της ενότητας και της κοινότητας των Ελλήνων, που διέτρεχε το έργο και τη δράση του. Πάντοτε με «χορούς κυκλωτικούς» και με την αγάπη, όπως έλεγε, να είναι στο τέλος «η μεγάλη ανάσα όλων μας». Αλλά όχι μόνο… Γιατί όλα τα παραπάνω τα συνόδευε η αίσθηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στο σύνολο, κάτι που εξομολογείται τρυφερά ο ίδιος στις τελευταίες λέξεις του αυτοβιογραφικού βιβλίου του. Γράφει: «ο κόσμος με έχει πικράνει τόσο πολύ, που λέω να τα παρατήσω όλα. Μετά σκέφτομαι πάλι ότι αυτό το επάγγελμα που διάλεξες, μόνος σου το διάλεξες. Ουδείς σε υποχρέωσε. Εσύ αποφάσισες να ζεις με τον κόσμο».
Ένα αντάμωμα που ήταν εξ αρχής το όνειρό του. Ήταν σίγουρα μια απόφαση παντοτινή. Γιατί με τον κόσμο θα ζει ο Σαββόπουλος και στο εξής, ανήκοντας στους λίγους που ενώ ψυχαγωγούν, με τον τρόπο τους μας καθορίζουν. Έτσι, άλλωστε, διεύρυνε τους ορίζοντες των ήχων και των στίχων, για να καταστεί τελικά ο χρονογράφος του νεοελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα. Γι’ αυτό και η κληρονομιά του δεν αποτελεί μόνο ένα τεράστιο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής μας ιστορίας, αλλά και ένα κομμάτι πλέον της συλλογικής μας μνήμης. Νιόνιο μας, δεν θα σε αποχαιρετήσω με ένα απλό αντίο, όσο με ένα μεγάλο ευχαριστώ στο όνομα τόσων γενιών που σφράγισε η διαδρομή σου.
Για να σου πω επίσης ότι από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος θα πιάνει μία κιθάρα για να κάνει την αλήθεια του μουσική. Αλλά και σε κάθε συγκυρία που θα μας καλεί να κοιταχτούμε στον εθνικό μας καθρέφτη, με τα καλά μας και τα στραβά μας, για να συμφιλιωθούμε με τους εαυτούς μας. Πάνω απ’ όλα, όμως, για να διακρίνουμε τις ξεχωριστές αρετές των Ελλήνων, εκείνων που θα «σηκώσουν την ψυχή μας» για να «δώσουν ρεύμα» στην κοινή μας πρόοδο. «Να γίνουμε αληθινοί», αυτός, άλλωστε, ήταν και ο στόχος σου ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη. Μία παρακαταθήκη που αξίζει να μας οδηγεί και για την οποία, μαζί με το τεράστιο μουσικό σου έργο, θα νιώθουν σίγουρα υπερήφανοι η αγαπημένη σου Άσπα, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου.




























