ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Serial Killers: Η προσωπογραφία του κακού

Τα κοινά στοιχεία της δράσης τους

Από τα στοιχεία των εγκληματολογικών βάσεων δεδομένων πολλών χωρών, όπως αυτά αναφέρονται στο βιβλίο του Eric W. Hickey «Serial Murderers and their Victims», μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό πορτρέτο του συνήθη καθ’ έξιν δολοφόνου.

Κατ’ αρχάς πρόκειται για άνδρα στο 95% των περιπτώσεων. Πρόκειται για άτομο ηλικίας 20 ως 30 ετών με μεγάλο δείκτη ευφυΐας, παρά το γεγονός ότι συνήθως έχει απλώς αποφοιτήσει από το λύκειο ή από κάποια επαγγελματική σχολή (σε δείγμα 36 καθ’ έξιν δολοφόνων επτά είχαν IQ κάτω του μέσου όρου, 16 άνω του μέσου όρου και 11 ανήκαν στην κατηγορία της ανώτερης ευφυΐας με IQ μεγαλύτερο του 120). Το βάρος του και το ύψος του είναι φυσιολογικά, ενώ η εξωτερική εμφάνισή του συνήθως δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο.

Κοινωνικά, ανήκει στη χαμηλή ή στη μεσαία τάξη και συνήθως το εισόδημα της οικογένειάς του χαρακτηρίζεται σταθερό και ικανοποιητικό. Εχει όμως οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού ή χρήσης ναρκωτικών (75%), ψυχικών διαταραχών (50%-55%) και παράνομης δράσης (50%). Σε ποσοστό που αγγίζει το 100% έχει υποστεί κάποιας μορφής σωματική και ψυχολογική κακοποίηση σε παιδική ηλικία, από ταπεινωτικές τιμωρίες ως βιασμό. Σε πολλές περιπτώσεις έχει διαζευγμένους γονείς και σε ποσοστό 70% έχει προσωπικό ιστορικό παρακολούθησης από ψυχολόγο ή ψυχίατρο κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όπου και εμφανίζει ροπή προς την πυρομανία, τον εμπρησμό και τη βάναυση συμπεριφορά προς τα ζώα.

Τέλος, από ψυχολογικής σκοπιάς πρόκειται για άτομο μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του, που βασανίζεται από συναισθήματα φόβου, οργής, σύγχυσης, έχει απολέσει την αυτοεκτίμησή του και είναι δέσμιο βίαιων ερωτικών φαντασιώσεων (ένας στους δύο καθ’ έξιν δολοφόνους είχε την πρώτη του φαντασίωση βιασμού σε ηλικία 12 ως 14 ετών). Αν όμως τα συμπτώματα της ψυχικής διαταραχής του δεν είναι καταφανή (όπως π.χ. συμβαίνει σε διάφορες μορφές σχιζοφρένειας), τότε έχει την ικανότητα να φαίνεται πράος, λογικός και ευγενικός.

Η τυπολογία του εγκληματία

Βεβαίως τα παραπάνω στοιχεία δίνουν απλώς μια γενική εικόνα ενός πολύπτυχου φαινομένου. Οι ψυχίατροι-εγκληματολόγοι έχουν αναπτύξει μια πλήρη τυπολογία των καθ’ έξιν δολοφόνων, ανάλογα με την ψυχολογία τους και τα κίνητρά τους.

Η βασική διάκριση γίνεται ανάμεσα σε τύπους οργανωμένου, μη οργανωμένου και μεικτού καθ’ έξιν δολοφόνου, αναφέρουν οι πρώην πράκτορες του FBI, Robert Ressler και John Douglas στο εγχειρίδιο «Sexual Homicide». Ο πρώτος είναι άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, ψυχοπαθής με την επιστημονική έννοια του όρου. Προμελετά μεθοδικά τα εγκλήματά του και προσέχει να μην αφήσει ενοχοποιητικά στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Είναι πιθανόν να διαβάζει αστυνομικά βιβλία για να εξοικειωθεί με τις λεπτομέρειες της ιατροδικαστικής έρευνας και να αποφύγει μοιραία λάθη. Σκοπός του είναι η εκπλήρωση μιας φαντασίωσης, συνήθως της απόκτησης του απόλυτου ελέγχου του θύματος, γεγονός που τον οδηγεί σε σαδιστικές πρακτικές και εν τέλει στη δολοφονία ­ και επειδή αυτή η φαντασίωση με τον καιρό γίνεται όλο και πιο σύνθετη, τον ωθεί να σκοτώσει ξανά και ξανά. Τίποτε επάνω του δεν δημιουργεί υποψίες και έτσι πιάνει εύκολα κουβέντα με τα υποψήφια θύματά του. Κατά τη διάρκεια του εγκλήματος είναι ήρεμος αλλά αδυνατεί να ξεφύγει από την ψυχαναγκαστική τελετουργική τήρηση κάποιων λεπτομερειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ted Bundy, ένας ευπαρουσίαστος και καλλιεργημένος άντρας, ο οποίος βίασε και δολοφόνησε σαδιστικά περίπου 35 ως 40 γυναίκες σε πέντε διαφορετικές πολιτείες των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1974-1978. Ο Bundy, ένας ευφυέστατος φοιτητής νομικής, γοήτευε αμέσως τα θύματά του και τα έπειθε εύκολα να τον ακολουθήσουν, ενώ μετακινείτο διαρκώς για να μπερδέψει την αστυνομία. Συνελήφθη δύο φορές αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Στη δίκη του υπεράσπισε ο ίδιος τον εαυτό του αλλά δεν γλίτωσε την καταδίκη σε θάνατο. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα το 1989, ενώ πλήθη ανθρώπων γιόρταζαν τον θάνατό του έξω από τις φυλακές.

Ο μη οργανωμένος καθ’ έξιν δολοφόνος είναι αυτός που ταιριάζει απόλυτα στη στερεότυπη εικόνα του μανιακού δολοφόνου. Είναι ψυχωσικός (πιθανόν πάσχει από μανιοκατάθλιψη, σχιζοφρένεια κτλ.), κάνει διαρκώς παρανοϊκές σκέψεις, δείχνει να βρίσκεται σε μόνιμη σύγχυση, φοβάται τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις γυναίκες, αντιδρά απρόβλεπτα όταν πιεστεί και συνήθως είναι μέσης ή χαμηλής ευφυΐας. Τις περισσότερες φορές είναι δυσλειτουργικός, κοινωνικά και σεξουαλικά. Οι φόνοι που διαπράττει είναι αυθόρμητοι και χαρακτηρίζονται από συμβολικότητα. Οταν επιτίθεται σε κάποιο θύμα δείχνει προτίμηση σε μέρη του σώματος που για εκείνον έχουν ιδιαίτερη σημασία, συνήθως το στήθος ή τα γεννητικά όργανα. Παρ’ όλα αυτά, η οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη λαμβάνει χώρα μετά τον θάνατο του θύματος, γιατί μόνο τότε ο δολοφόνος πείθεται ότι απέκτησε τον απόλυτο έλεγχό του και μπορεί να υπερνικήσει την ανασφάλειά του. Την ώρα του εγκλήματος στο μυαλό του κυριαρχεί το χάος, γι’ αυτό και πολύ συχνά αφήνει πίσω του αποδεικτικά στοιχεία ικανά να τον καταδικάσουν. Ισως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση μη οργανωμένου καθ’ έξιν δολοφόνου είναι αυτή του Richard Trenton Chase. Γνωστός και ως ο βρικόλακας του Σακραμέντο, ο Chase είχε ένα μακρύ ιστορικό εισαγωγής σε ψυχιατρεία και έμενε κατά περιόδους με τη μητέρα του, την κλασική δεσποτική και επικριτική μητέρα που έχουν πολλοί τέτοιοι εγκληματίες. Οσοι τον γνώριζαν ήξεραν ότι έπασχε από μανία καταδίωξης και ζούσε σε έναν εντελώς δικό του κόσμο: πίστευε ότι συμμαθητές του από το γυμνάσιο είχαν σχηματίσει μια ναζιστική ομάδα και τον κυνηγούσαν, ότι η μητέρα του τον έβαζε να πλυθεί με ένα δηλητηριώδες σαπούνι και ότι συχνά τον παρακολουθούσαν UFO. Υποστήριζε ακόμη ότι τα φάρμακα που του έδιναν οι γιατροί τού μετέτρεπαν το αίμα σε σκόνη, γι’ αυτό και συχνά απήγαγε ζώα από γειτονικά σπίτια και έπινε το αίμα τους. Το πέρασμα από τη βία προς τα ζώα στη βία προς τους ανθρώπους ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και έτσι, τον Ιανουάριο του 1978, μέσα σε διάστημα τεσσάρων ημερών, ο Chase σκότωσε έξι ανθρώπους που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Οι λεπτομέρειες των σαδιστικών δολοφονιών του ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία αλλά ο ίδιος είχε δράσει σαν να βρισκόταν υπό το καθεστώς καταληψίας. Στις οικίες των θυμάτων του είχε αφήσει δεκάδες άλικα αποτυπώματα και αργότερα εθεάθη να περιφέρεται άσκοπα με απλανές βλέμμα και τα ρούχα του μούσκεμα στο αίμα.

Τέλος, στην κατηγορία των μεικτών καθ’ έξιν δολοφόνων βρίσκουμε άτομα που συνδυάζουν στοιχεία και των δύο παραπάνω κατηγοριών, όπως π.χ. ο Edmund Emil Kemper, που σχεδίασε προσεκτικά μεν τη δολοφονία της μητέρας του, του τελευταίου από τα 10 θύματά του, αλλά μετά περιφερόταν επί τρεις ημέρες με το αυτοκίνητό του έχοντας στη θέση του συνοδηγού το κομμένο κεφάλι της.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατηγοριοποίηση ανάλογα με το κίνητρο που χωρίζει τους καθ’ έξιν δολοφόνους σε: α) οραματικούς, εκείνους δηλαδή που ακούν φωνές ή βλέπουν οράματα και ανταποκρίνονται σε αυτά, β) προσηλωμένους σε μια αποστολή που πιστεύουν ότι πρέπει να απαλλάξουν την κοινωνία από κάποια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων π.χ. τις πόρνες ή τους ηλικιωμένους, γ) ηδονιστές, τους οποίους η τέλεση του φόνου πλημμυρίζει με ερωτική ηδονή και δ) προσηλωμένους στην απόκτηση ελέγχου ή εξουσίας.

Πηγή: tovima.gr

 

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση