
Τα τελευταία χρόνια, η Άγκυρα έχει επιδοθεί σε ένα δυναμικό πρόγραμμα στρατιωτικής ανάπτυξης και εξαγωγών, καταφέρνοντας να μετατραπεί από καταναλωτής όπλων σε έναν από τους πιο ελκυστικούς εξαγωγείς παγκοσμίως.
Από την εποχή του εμπάργκο των ΗΠΑ το 1974, η Τουρκία επιδιώκει στρατιωτική αυτάρκεια. Όμως υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η αμυντική βιομηχανία της χώρας πέρασε σε άλλη διάσταση. Οι κρατικές επενδύσεις, η τεχνολογική καινοτομία και οι γεωπολιτικές ανάγκες διαμόρφωσαν ένα νέο μοντέλο: εξοπλισμοί όχι μόνο για εσωτερική χρήση, αλλά και για εξαγωγή, επιρροή και κέρδος.
Η κορυφαία στιγμή αυτής της στρατηγικής ήταν η συμφωνία με την Ινδονησία για την πώληση 48 μαχητικών KAAN, αξίας άνω των 10 δισ. δολαρίων. Το stealth μαχητικό πέμπτης γενιάς, που αναπτύχθηκε από την Turkish Aerospace Industries (TAI), ενσαρκώνει την τουρκική φιλοδοξία για πλήρη ανεξαρτησία από τη Δύση και στρατιωτική ισχύ με παγκόσμια απήχηση.
Το KAAN είναι σχεδιασμένο να ανταγωνιστεί τα F-35 και Su-57, με τεχνολογίες stealth, προηγμένα ηλεκτρονικά και εγχώριο οπλισμό. Πέρα από τις στρατιωτικές του δυνατότητες, είναι εργαλείο γεωπολιτικής και οικονομικής επιρροής. Μέσω του KAAN, η Τουρκία προσελκύει χώρες που δεν έχουν πρόσβαση σε προηγμένα οπλικά συστήματα ή θέλουν να αποφύγουν εξάρτηση από τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία, όπως το Πακιστάν και το Κατάρ.
Παράλληλα, η Άγκυρα επενδύει και στα UAV – τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Τα Bayraktar TB2 και Akinci έχουν γίνει σύμβολα της νέας τουρκικής ισχύος, με ρόλο σε συγκρούσεις από τη Συρία και τη Λιβύη μέχρι την Ουκρανία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η απόδοσή τους ενίσχυσε τη ζήτηση για τουρκικά drones, τα οποία εξάγονται σε δεκάδες χώρες.
Οι εξοπλιστικές εξαγωγές της Τουρκίας ξεπέρασαν τα 5,5 δισ. δολάρια το 2023 και στόχος είναι τα 10 δισ. ετησίως μέχρι το 2028. Πέρα από μαχητικά και UAV, περιλαμβάνουν ραντάρ, ναυτικά συστήματα, τεθωρακισμένα και πυραυλικές πλατφόρμες. Κάθε συμφωνία δεν αφορά μόνο την πώληση υλικού. Συνοδεύεται από εκπαίδευση, τεχνική υποστήριξη, μεταφορά τεχνογνωσίας και συχνά, πολιτική εξάρτηση.
Αυτή η «στρατιωτική διπλωματία» ενισχύει την επιρροή της Άγκυρας σε περιοχές όπου η Τουρκία επιδιώκει να εδραιώσει γεωπολιτική παρουσία – από τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία μέχρι την Αφρική και τον Ειρηνικό. Όσο περισσότερες χώρες βασίζονται σε τουρκικά όπλα, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να αγνοήσουν τη βούληση της Άγκυρας σε διεθνή φόρα.
Επιπλέον, τα οφέλη για την τουρκική οικονομία είναι τεράστια. Η βιομηχανία άμυνας λειτουργεί ως πηγή σταθερού συναλλάγματος, δημιουργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας και προσφέρει δυνατότητα τεχνολογικής και βιομηχανικής ανάπτυξης. Εν μέσω πληθωρισμού, κατάρρευσης της λίρας και ασφυκτικής πίεσης στις διεθνείς αγορές, ο τομέας των εξοπλισμών αποτελεί ένα από τα λίγα success stories της τουρκικής οικονομίας.
Ωστόσο, αυτή η επιτυχία εγείρει ερωτήματα. Είναι αποδεκτό να μετατρέπεται ο πόλεμος σε προϊόν προς εξαγωγή; Ποια είναι τα όρια μεταξύ επιχειρηματικότητας και γεωστρατηγικής παρέμβασης; Οι ηθικές πτυχές αυτού του μοντέλου έχουν αρχίσει να απασχολούν διεθνώς, ειδικά όταν οι τουρκικοί εξοπλισμοί χρησιμοποιούνται σε συγκρούσεις που προκαλούν ανθρώπινες τραγωδίες.
Παρόλα αυτά, η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη. Η Τουρκία δεν βλέπει την αμυντική βιομηχανία μόνο ως μέσο εθνικής ασφάλειας, αλλά ως εργαλείο διεθνούς επιρροής, πολιτικού κύρους και οικονομικής ενίσχυσης. Το KAAN μπορεί να είναι η αρχή, αλλά η φιλοδοξία είναι πολύ μεγαλύτερη: μια Τουρκία που εξοπλίζει τον κόσμο – και πληρώνεται αδρά για αυτό.
Πηγή: newsauto