Η δημοσίευση της νέας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αντιμετωπίστηκε από την Ευρώπη ως μια ακόμη κίνηση τακτικής της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά ως μια θεμελιώδης αλλαγή. Η ήπειρος ανέγνωσε το έγγραφο όχι απλώς ως καμπή, αλλά ως επίσημη θεσμοθέτηση μιας αντίληψης που μέχρι πρότινος λειτουργούσε στο επίπεδο ρητορικών αιχμών: ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σύμμαχος αλλά ανταγωνιστής, μια δομή που απειλεί όχι την αμερικανική ασφάλεια αλλά την αμερικανική αντίληψη για κυριαρχία, ισχύ και πολιτισμικό προσανατολισμό.
Η παρουσίαση της Ευρώπης ως απειλής μεγαλύτερης από τα αναθεωρητικά καθεστώτα της Ρωσίας ή της Κίνας δεν ήταν απλώς μια πολιτική κίνηση αλλά σήμερα μοιάζει μάλλον ξεκάθαρο πως ήταν μία προσεκτικά τοποθετημένη κίνηση σε ένα κείμενο-βάθρο, υποδηλώνοντας ότι η Αμερική εισέρχεται σε μια περίοδο όπου η ίδια η έννοια της «Δύσης» αναδιαμορφώνεται.
Την ίδια στιγμή, η στάση της Ουάσιγκτον στο ουκρανικό επιβεβαιώνει ότι η μεταπολεμική εποχή φτάνει στο τέλος της. Η πίεση του Προέδρου Τραμπ για τερματισμό του πολέμου με όρους που εξυπηρετούν τη Μόσχα, την ώρα που το Κίεβο εξακολουθεί να αντιστέκεται στο πεδίο, αποκαλύπτει μια διαφορετική ανάγνωση στρατηγικής. Η Ουκρανία δεν είναι πια θεμέλιο της ευρωατλαντικής συνοχής, είναι διαπραγματευτικό χαρτί στο ευρύτερο αμερικανικό πλαίσιο εξισορρόπησης με τη Ρωσία ειδικά εάν αυτή φέρει στο προσκήνιο τη μόνη μάχη που θέλει να δώσει ο Τραμπ, αυτή με την Κίνα.
Η Ευρώπη, που επί περισσότερα από τέσσερα χρόνια επένδυσε πολιτικό κεφάλαιο και οικονομικά μέσα για να συγκρατήσει τη ρωσική αναθεωρητική ορμή, βρίσκεται τώρα μπροστά σε ένα περιβάλλον όπου ο πρώην εγγυητής της συμμαχίας επιλέγει ανοικτά τον ρόλο του μεσολαβητή αντί του αδιαμφισβήτητου ηγέτη. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι τεχνική, είναι υπαρξιακή για μια ήπειρο που στηρίχθηκε επί δεκαετίες στη στρατηγική ομπρέλα των ΗΠΑ.
Το νέο δόγμα δεν περιορίζεται στη γεωπολιτική. Ακουμπά στον πυρήνα της ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας, υιοθετώντας έναν λόγο που παραπέμπει σε σχολές σκέψης της άκρας δεξιάς. Η αναφορά σε «πολιτισμική εξάλειψη» λόγω μεταναστευτικών ροών και προοδευτικών κοινωνικών πολιτικών δεν είναι απλώς μια περιγραφή διαφωνίας με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Η Ευρώπη, που επί δεκαετίες αποτελούσε τον καθρέφτη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τοποθετείται τώρα στο κέντρο ενός αφηγήματος παρακμής, λογοκρισίας και απώλειας ταυτότητας. Αυτό από μόνο του αρκεί για να μετακινήσει γεωπολιτικά τεκτονικά πεδία, διότι για πρώτη φορά η Ουάσιγκτον δεν διαφωνεί απλώς με την Ευρώπη, την περιγράφει ως «προβληματικό οικοσύστημα» με πολιτισμική και θεσμική παρέκκλιση.
Σε αυτό το περιβάλλον, η σύγκρουση μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών και αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων λειτουργεί ως επιταχυντής κρίσης. Το πρόστιμο της Ε.Ε. στην πλατφόρμα X δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη, αλλά σύγκρουση δύο μοντέλων εξουσίας: του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου και της αμερικανικής αντισυστημικής κουλτούρας που εκφράζει ιδανικά ο Έλον Μασκ. Η δημόσια έκκλησή του για «κατάργηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης» αντιμετωπίστηκε στις Βρυξέλλες ως απόδειξη ότι η αντιπαλότητα δεν περιορίζεται πια σε εμπορικές ρυθμίσεις αλλά έχει περάσει στο επίπεδο ανοιχτής ιδεολογικής στοχοποίησης. Και όταν μέλη της κυβέρνησης Τραμπ υιοθετούν παραπλήσιο λεξιλόγιο, η Ευρώπη αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται απλώς μπροστά σε έναν θορυβώδη επιχειρηματία αλλά σε μια ολόκληρη αμερικανική πολιτική κατεύθυνση που βλέπει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όχι ως εταίρους, αλλά ως εμπόδια.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι αντιδράσεις Ευρωπαίων ηγετών έχουν επίσης αλλάξει και ύφος και επίπεδο. Ο Αντόνιο Κόστα μίλησε ανοιχτά για μια εποχή όπου η Ευρώπη δεν μπορεί να θεωρεί τις μεταπολεμικές συμμαχίες δεδομένες. Ο Τιερί Μπρετόν μίλησε για «επίσημη εχθρότητα» των ΗΠΑ απέναντι στην Ένωση και ο Ζοζέπ Μπορέλ χαρακτήρισε τη στρατηγική «κήρυξη πολιτικού πολέμου». Αυτές δεν είναι λέξεις που εκφέρονται ελαφρά από τις Βρυξέλλες. Είναι σημάδια μιας ηπείρου που αντιλαμβάνεται ότι η εποχή της αμερικανικής προστατευτικής σκιάς έχει παρέλθει και ότι η νέα πρόκληση είναι η συγκρότηση ευρωπαϊκής αυτονομίας σε ένα περιβάλλον όπου η Ουάσιγκτον μπορεί να λειτουργεί είτε ως σύμμαχος είτε ως ανταγωνιστής, ανάλογα με τη συγκυρία.
Η ειρωνεία είναι ότι, ενώ οι ΗΠΑ κατηγορούν την Ευρώπη για «αποτυχία δημοκρατίας» και «υπονόμευση ελευθερίας λόγου», πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ήδη μετακινηθεί προς αυστηρότερες πολιτικές στο μεταναστευτικό και στην ασφάλεια αλλά αυτό δεν αλλάζει το αφήγημα της Ουάσιγκτον, αντίθετα αυξάνει τις πιέσεις. Η σύγκρουση δεν είναι επί των πολιτικών αλλά επί της ταυτότητας και εκεί βρίσκεται το βαθύτερο ρήγμα αυτό που φαίνεται να επιβεβαιώνει ακόμη μία φράση του Τραμπ «μας χωρίζει ένας μεγάλος Ωκεανός». Η Ευρώπη θεωρεί ότι υπερασπίζεται ένα δημοκρατικό μοντέλο που απειλείται εξωτερικά από τη Ρωσία και εσωτερικά από αντιφιλελεύθερες τάσεις, ενώ οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ βλέπουν μια ήπειρο εγκλωβισμένη σε «πολιτισμικά λάθη» που την καθιστούν αδύναμη και ευάλωτη.
Το ουσιαστικό ερώτημα πλέον είναι αν η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει ως γεωπολιτικό υποκείμενο. Η ασφάλεια της ηπείρου εξακολουθεί να εξαρτάται από την αμερικανική πυρηνική αλλά και ενεργειακή ομπρέλα, ενώ οι αμυντικές της δυνατότητες παραμένουν στην καλύτερη περίπτωση «υπό ανάπτυξη». Όμως για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ήπειρο κυριαρχεί η αίσθηση ότι πρέπει να διαμορφωθεί μια δομή εξουσίας που δεν θα καταρρέει κάθε φορά που αλλάζει ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική καμπή, είτε θα εξελιχθεί σε στρατηγικό πόλο με αυτοδύναμη πολιτική, είτε θα παραμείνει έρμαιο των αμερικανικών εκλογικών κύκλων και των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μεταπολεμική Δύση, όπως την ξέραμε, δεν υπάρχει πλέον ή για να είμαστε απόλυτα σαφείς δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμη. Η Αμερική κινείται προς μια κατεύθυνση όπου η Ευρώπη δεν είναι μόνο η «άλλη πλευρά του Ατλαντικού», αλλά ένα πεδίο διαπραγμάτευσης ιδεολογιών, τεχνολογίας και ισχύος. Κι αν κάτι γίνεται σαφές από τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, είναι ότι η ήπειρος βρίσκεται μπροστά σε μια νέα εποχή αυτογνωσίας – αν και αυτή από μόνη της δεν αρκεί. Ο Ατλαντικός, για δεκαετίες γραμμή ενότητας, γίνεται ξανά όριο. Και η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει αν θα σταθεί απέναντι, δίπλα ή πέρα από αυτό.
Πηγή: Protothema

















![Πρόσθεσε ότι «υπάρχουν ένδικα μέσα για να τις αμφισβητήσουν [ενν. τις κυρώσεις] και είναι διαθέσιμα σε όλες τις εταιρείες, ευρωπαϊκές και αμερικανικές».](assets/modules/wnp/articles/202512/618223/images/s_35204ef3-9b89-49ff-af25-a1b9b6021ab1.jpeg)












