
24news team
Bρετανίδα, η οποία ζούσε στο χωριό Σούνι τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μαζί με τον σύζυγό της και τον 3χρονο γιο της, ξέσπασε σε κλάματα αφού είδε την οικία της να τυλίγεται στις φλόγες και να γίνεται στάχτη από την τεράστια πυρκαγιά που ξέσπασε την Τετάρτη (23/7) στην Επαρχία Λεμεσού.
Η 37χρονη Λούσι Άρμστρονγκ και ο σύζυγός της Μπεν περιέγραψαν πώς αναγκάστηκαν να φύγουν με τον 3χρονο γιο τους τους καθώς οι φλόγες τύλιγαν την οικία τους.
Μιλώντας στην MailOnline, ο σύζυγος της 37χρονης, Λούσι μετέβη στην περιοχή μετά από την κατάσβεση της πυρκαγιάς έτσι ώστε να δει τι απέγινε η οικία τους: «Δεν υπάρχει τίποτα - πραγματικά τίποτα», προσθέτοντας «Η κουζίνα που ήταν εκεί, οι τοίχοι, όλα έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Δεν υπάρχει καμία ανάμνηση. Είχαμε ενυδρεία στο σπίτι, και δεν καταλάβαινες καν ότι ήταν εκεί. Είναι απλώς τρελό».
Περιγράφοντας την οδυνηρή στιγμή που η οικογένειά του απομακρύνθηκε με το αυτοκίνητο από τη φωτιά, ο Μπεν θυμάται ότι «η μυρωδιά ήταν απαίσια και ακόμα και όταν υπήρχε ήλιος ο καπνός τον σκέπαζε. Είχε αυτή την ανατριχιαστική πορτοκαλί λάμψη. Ήταν πραγματικά σαν ένα ηλιοβασίλεμα αποκάλυψης. Ήταν πολύ τρομακτικό».
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η Λούσι μόλις είχε πάρει τον γιο της από το σχολείο όταν τηλεφώνησε στον άντρα της για να τον ρωτήσει αν είχε δει τον καπνό. Στην αρχή, το ζευγάρι νόμιζε ότι ο καπνός θα εξαφανιζόταν.
Ο Μπεν είπε: «Η πυρκαγιά ήταν αρχικά σχετικά μικρή και έχουμε δει αρκετές πυρκαγιές στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια και αυτό δεν φαινόταν κάτι το ασυνήθιστο».
«Το πρόβλημα με αυτή τη φωτιά ήταν ότι ο άνεμος δυνάμωσε και την πήγε προς πολλές κατευθύνσεις», συμπλήρωσε.
Το ζευγάρι, το οποίο ανησυχούσε για την κατάσταση, μπήκε στο αυτοκίνητο και οδήγησε σε ένα κοντινό σημείο θέας έτσι ώστε να έχει ξεκάθαρη εικόνα για το τι επικρατεί στην περιοχή.
«Υπήρχε ένα σημείο θέας στο οποίο μπήκαμε και είδαμε τη φωτιά να εξαπλώνεται προς κάθε κατεύθυνση, πάνω στο βουνό και απέναντι. Είδαμε επίσης ότι άρχιζε να πλησιάζει το Σούνι.» αναφέρει, προσθέτοντας: «Και τότε αποφασίσαμε ότι μάλλον έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε - και αυτό ήταν απλώς για να είμαστε ασφαλείς, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
«Εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχαν προειδοποιήσεις, ούτε μηνύματα, ούτε εντολές εκκένωσης - ήταν δική μας εκτίμηση», συμπληρώνοντας ότι «Όλοι άρχισαν να μαζεύουν βαλίτσες σταθερά αλλά γρήγορα. Άνθρωποι από το τέλος του δρόμου μας έτρεχαν προς τα πάνω και φώναζαν πράγματα στα κυπριακά.».
«Η προτεραιότητά μου ως πατέρας και σύζυγος ήταν να βεβαιωθώ ότι ο γιος και η σύζυγός μου ήταν ασφαλείς. Αυτό ήταν το μόνο που με ένοιαζε. Φρόντισα να κλείσουμε όλα τα παράθυρα και τις πόρτες στο αυτοκίνητο», καταλήγει ο Μπεν.