ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ανακάλυψη αρχαιολόγων: Τι έτρωγαν οι Κύπριοι την Εποχή του Χαλκού

Τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη οργανωμένου κοιμητηρίου, με πιθανή ίδρυση κατά τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ.

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανακοίνωσε τη λήξη των ανασκαφών στη θέση Κοφίνου, Άγιος Ηράκλειος και Μενόγεια Λίμνες που διεξήχθη από το πρόγραμμα έρευνας πεδίου της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας και το θερινό Σχολείο Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου «Οικισμένα και Ιερά Τοπία της Κύπρου», από την 1η μέχρι την 31η Ιουλίου 2025.

Η δεύτερη ερευνητική περίοδος πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του αναπληρωτή καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρα Αθανάσιου Βιώνη και της Δρος Ντόριας Νικολάου.

Στη θέση Κοφίνου Άγιος Ηράκλειος, η ανασκαφή επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: νοτίως και ανατολικά του ερειπωμένου ναΐσκου του Αγίου Ηρακλείου, γνωστού και ως «μαρτύριο». Επιβεβαιώθηκε ότι τα κατάλοιπα ενός μονόχωρου καμαροσκεπούς ναού που ήρθαν στο φως το 2025 αποτελούν μεταγενέστερη (μεσαιωνική) φάση που οικοδομήθηκε πάνω σε παλαιότερο τρίκλιτο ναό (βασιλική), πιθανώς των αρχών του 7ου αιώνα μ.Χ. Ο δεύτερος μονόχωρος ναός στηρίζονταν σε τρία τόξα με αντωπές παραστάδες, ενώ βρέθηκαν επίσης λείψανα τοιχογραφιών και λίθινα θραύσματα που μαρτυρούν τη διακόσμηση και λειτουργία του χώρου.

Αποκάλυψη ταφής εντός λίθινης λάρνακας

Σημαντικό εύρημα υπήρξε η αποκάλυψη ταφής εντός λίθινης λάρνακας των πρωτοβυζαντινών χρόνων στην εξωτερική πλευρά του νότιου τοίχου του «μαρτυρίου», στην οποία βρέθηκε ανθρώπινος σκελετός στη θέση του. Επιπλέον, σε νέες τομές νότια του ναΐσκου αποκαλύφθηκαν δύο παράλληλοι τοίχοι που μάλλον όριζαν τμήμα του νάρθηκα της αρχικής φάσης του (πρωτοβυζαντινού) ναού. Η ύπαρξη εστίας και βάσης αντικειμένου από κονίαμα στα δυτικά και νότια των ίδιων τομών συνδέονται με μεταγενέστερες χρήσεις του χώρου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.

Τα κεραμικά ευρήματα από το στρώμα κατάρρευσης του μονόχωρου ναού (ανατολικά του «μαρτυρίου» του Αγίου Ηρακλείου) χρονολογούνται από τα τέλη του 14ου ως τα μέσα του 16ου αιώνα, ενώ ο χώρος, όπως φάνηκε από την πρώτη κιόλας ανασκαφική περίοδο το 2024, χρησιμοποιήθηκε χωρίς διακοπή από τον 6ο ως και το 16ο αι., με διαδοχικές φάσεις λατρευτικής και ταφικής χρήσης. Η ανασκαφή τεκμηριώνει για πρώτη φορά στην Κύπρο την ύπαρξη οργανωμένου κοιμητηρίου γύρω από βασιλική στην αγροτική ύπαιθρο, με πιθανή ίδρυση κατά τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ.

Στη θέση Μενόγεια Λίμνες, η ανασκαφή επικεντρώθηκε σε δοκιμαστική τομή σε σημείο που υποδεικνύεται ως εργαστήριο παραγωγής κεραμικής των 5ου-7ου αι. μ.Χ., με σημαντική συγκέντρωση απορριμμάτων όπτησης, πηλού και υπολειμμάτων καύσης. Αποκαλύφθηκε κατασκευή με κυκλική εγκοπή ενσωματωμένη στο φυσικό βράχο, πιθανώς πλησίον καμινιού όπτησης. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν πολυάριθμη κεραμική, ξυλάνθρακα, γυάλινα και μεταλλικά θραύσματα, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργία της θέσης ως βιοτεχνικού κέντρου κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους (5ο-7ο αι.).

Η ανασκαφική έρευνα και στις δύο θέσεις φωτίζει σημαντικές πτυχές της καθημερινής ζωής στην κυπριακή ύπαιθρο από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους ως και τον ύστερο Μεσαίωνα, αποκαλύπτοντας τη συνεχή χρήση των χώρων για οικιστικούς, λατρευτικούς και βιοτεχνικούς σκοπούς. Τα δεδομένα αυτά γεφυρώνουν επίσης το αρχαιολογικό κενό της περιόδου των λεγόμενων «Σκοτεινών Αιώνων» της Βυζαντινής Κύπρου και συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.

Οικισμός στη θέση Κισσόνεργα - Σκαλιά

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανακοίνωσε επίσης την ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας του 2025 στη θέση Κισσόνεργα - Σκαλιά στην επαρχία Πάφου, υπό τη διεύθυνση της Δρος Lindy Crewe, διευθύντριας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών Κύπρου (CAARI).

Η αρχαιολογική αυτή θέση διατηρεί κατάλοιπα από ένα χρονολογικά ευρύ φάσμα της Εποχής του Χαλκού αλλά και ενδείξεις για κατοίκηση κατά τη Χαλκολιθική περίοδο, πριν από το 2,500 π.Χ. και φαίνεται ότι διαδέχεται τον γειτονικό οικισμό Κισσόνεργα - Μοσφίλια της Νεολιθικής περιόδου.

Ο οικισμός στη θέση Κισσόνεργα - Σκαλιά εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1600 π.Χ., περίοδος μετάβασης προς την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και είναι ένα παράδειγμα του φαινομένου, που παρατηρείται εκείνη την περίοδο, το οποίο περιλαμβάνει την οικοδόμηση μεγαλύτερων κτηρίων και την παραγωγή αγαθών σε μεγαλύτερη κλίμακα, παράλληλα με την άνθιση του θαλάσσιου εμπορίου στη Μεσόγειο.

Καθώς η θέση εγκαταλείφθηκε λίγο μετά την ανέγερση του οικοδομήματος και τα κατάλοιπα δεν έχουν καταστραφεί εξαιτίας μεταγενέστερης ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει η δυνατότητα, το φαινόμενο αυτό να μελετηθεί με λεπτομέρεια.

Άκμασε περίπου το 1750 προ Χριστού

Η έρευνα στην περιοχή έχει αποκαλύψει ότι ο οικισμός στη θέση Κισσόνεργα - Σκαλιά ιδρύθηκε στις αρχές της φάσης της Φιλιάς της Εποχής του Χαλκού, περίπου το 2500 π.Χ. και άκμασε μέχρι το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, περίπου το 1750 προ Χριστού.

Την περίοδο αυτή, τα παλαιότερα οικιστικά οικοδομήματα εγκαταλείφθηκαν και ένα οικοδομικό πρόγραμμα ευρείας κλίμακας πραγματοποιήθηκε, που περιλάμβανε την κατεδάφιση προηγούμενων κατασκευών στη βόρεια πλαγιά και την απόρριψη του οικοδομικού υλικού στην κατηφορική νότια πλευρά με σκοπό τη δημιουργία μιας επίπεδης επιφάνειας για την ανέγερση ενός κτιριακού συμπλέγματος που καταλαμβάνει 1200μ2.

Άποψη του φούρνου στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου

Το κτηριακό σύμπλεγμα περιλάμβανε μια σειρά από ανοιχτούς και στεγασμένους χώρους αποτελούμενους από μεγάλους τοίχους πλάτους έως 1,2 μ. σε διάφορες κατευθύνσεις και δάπεδο από καλά πατημένο πηλό ή γύψο. Το νέο κτηριακό σύμπλεγμα υπήρξε σε χρήση μόνο για μερικές γενιές πριν εγκαταλειφθεί οριστικά γύρω στο 1600 π.Χ.. Το σύμπλεγμα δεν διατηρεί ενδείξεις για οικιστική χρήση αφού οι δραστηριότητες που σημειώνονται φαίνεται να ήταν βιοτεχνικού χαρακτήρα, όπως οι μεγάλες εστίες, οι χώροι άλεσης και επεξεργασίας υλικών και τα πολλά αποθηκευτικά αγγεία.

Κατά την ανασκαφική περίοδο του 2025, η ομάδα συνέχισε την αποκάλυψη των καταλοίπων του συμπλέγματος με στόχο τον εντοπισμό ενδείξεων που σχετίζονται με τη χρήση του χώρου. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ανασκαφικών περιόδων είχε αποκαλυφθεί ένας θολωτός φούρνος διαμέτρου 1,5μ. κτισμένος εντός αυλής με γύψινο δάπεδο, μαζί με σκεύη μαγειρικής, λίθινα εργαλεία αλέσματος και άλλα αντικείμενα.

Νέος φούρνος διαμέτρου τεσσάρων μέτρων

Η αυλή έχει πλέον αποδειχθεί ότι έχει σχήμα Γ, στο βραχύ άκρο του οποίου η ομάδα έχει ανακαλύψει έναν νέο φούρνο που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του χώρου. Ο νέος αυτός φούρνος είναι διαμέτρου περίπου τεσσάρων μέτρων και κατασκευάστηκε ως ημισφαιρικό κοίλωμα από ψημένο μίγμα λάσπης και ασβέστη. Φαίνεται ότι είχε χαμηλούς τοίχους από λάσπη αλλά όχι οροφή.

Η ανασκαφή αυτού του φούρνου έχει πλέον ολοκληρωθεί αποκαλύπτοντας λίθινα εργαλεία, κομμάτια ασβέστη, κεραμικά όστρακα και οστά ζώων. Ο φούρνος έπαψε να χρησιμοποιείται πριν από την εγκατάλειψη του χώρου, επιχωματώθηκε και καλύφθηκε με δάπεδο πριν από την κατασκευή του μικρότερου θολωτού φούρνου στην ίδια αυλή.

Είδος φαγητού με σιτάρι και τρεμίθια

Αν και η ακριβής χρήση του φούρνου παραμένει ασαφής, μέσω του συστηματικού υγρού κοσκινίσματος του περιεχομένου του, ανακτήθηκαν υπολείμματα τροφής από τερέβινθο και σιτάρι, τα οποία πιθανότατα κάηκαν κατά λάθος στον φούρνο. Αυτό, επιτρέπει την ενδιαφέρουσα πιθανότητα ότι οι Κύπριοι κατανάλωναν ένα είδος φαγητού με σιτάρι και τρεμίθια ήδη από την Εποχή του Χαλκού.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση