
ΚΥΠΕ
Ποινή φυλάκισης 2,5 ετών για την κατηγορούμενη 1 και 15 μηνών για την κατηγορούμενη 2 επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας την Παρασκευή στις δύο υπηκόους Ουγγαρίας που είχαν παραδεχθεί ορισμένες από τις κατηγορίες για την υπόθεση σφετερισμού, που αφορούν διαφήμιση και προώθηση πώλησης κατοικιών σε ε/κ γη στα κατεχόμενα.
Και οι δύο κατηγορούνταν σε σχέση με αδίκημα δόλιας συναλλαγής για ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους. Η κατηγορούμενη 1, από την Ουγγαρία, συνταξιούχος αισθητικός, είχε παραδεχθεί 21 από τις 63 κατηγορίες για προώθηση και διαφήμιση πώλησης κατοικιών σε περιοχή της Κερύνειας και η κατηγορούμενη 2, επίσης από την Ουγγαρία, κομμώτρια στο επάγγελμα, παραδέχθηκε ενοχή σε 6 από τις 63 κατηγορίες που αφορούν τα ίδια αδικήματα. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες ανεστάλη η ποινική δίωξη.
Το δικαστήριο επικεντρώθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων, σημειώνοντας ότι, αν και οι δύο κατηγορούμενες δεν κατατάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας σφετεριστών, αποτελούσαν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της παράνομης δράσης. Επιπλέον, αναφέρθηκε και στην πολιτική πτυχή του θέματος, σημειώνοντας την ανάγκη τα δικαστήρια να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για να τερματιστεί ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν ομόφωνη. Παραθέτοντας τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, κατά την ανάγνωση της απόφασης, αναφέρθηκε ότι οι κατηγορούμενες, με σκοπό την καταδολίευση, διαφήμισαν και προώθησαν διάφορα τεμάχια γης σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές της επαρχίας Αμμοχώστου και της επαρχίας Κερύνειας, στα οποία είχαν ανεγερθεί συγκροτήματα κατοικιών, «ενώ γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους».
Η κατηγορούμενη 1 διαμένει στην Κύπρο εδώ και 16 χρόνια. Διαφήμιζε προς πώληση ακίνητα της «εταιρείας» ανάπτυξης γης Cyprus Constructions, τα οποία ανεγέρθηκαν σε ακίνητα που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους. Η ίδια διατηρούσε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, της οποίας ήταν η μοναδική διαχειρίστρια. Μέσω της ιστοσελίδας και των λογαριασμών της στα ΜΚΔ, από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι τις 26/9/24 διαφήμιζε οικιστικές μονάδες σε οικιστικά συγκροτήματα στον Τράχωνα, στον Άγιο Αμβρόσιο, στην Καλογραία και στην Ακανθού. Κανείς από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων δεν είχε δώσει συγκατάθεση για ανέγερση και διαφήμιση οικιστικών μονάδων, ενώ ιδιοκτήτης κάποιων εκ των τεμαχίων ήταν και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Κατά τη σύλληψή της, στην κατοχή της κατηγορούμενης 1 εντοπίστηκε διαφημιστικός φάκελος της «εταιρείας» και φάκελοι με διαφημιστικά φυλλάδια για τουριστικά συγκροτήματα. Στο κινητό της, επίσης, βρέθηκε έγγραφο 3 σελίδων με την ονομασία «marketing and agency agreement», που αφορά συμφωνία της με την «εταιρεία» για προμήθεια μεσίτη 20% για πώληση ακίνητης περιουσίας.
Επιπλέον, εντοπίστηκαν έγγραφα της «εταιρείας» σε σχέση με πώληση ακινήτων από τα εν λόγω συγκροτήματα. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν «reservation agreements», στα οποία, στη θέση του ατζέντη βρίσκεται η υπογραφή της. Τα εν λόγω έγγραφα αφορούν 6 διαφορετικά υποστατικά επί των συγκροτημάτων που αναφέρονται παραπάνω και για ένα εξ αυτών υπάρχει και συμφωνία πώλησης. Επίσης, βρέθηκαν αποδείξεις πληρωμής πελατών, με ημερομηνία πληρωμής και το χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε.
Βρέθηκε, επίσης, έγγραφο «marketing and agency agreement» του 2024 που αφορούσε συμφωνία της κατηγορούμενης 2 και της «εταιρείας» για προμήθεια μεσίτη 5% για πώληση ακίνητης περιουσίας.
Η κατηγορούμενη παραδέχτηκε ότι συνεργάζεται στον τομέα ανάπτυξης γης με Τουρκοκύπριο διευθυντή της «εταιρείας» τα τελευταία τρία χρόνια και ότι προωθεί τα ακίνητα στη σελίδα της και στα ΜΚΔ. Όπως είπε, όταν κάποιος ενδιαφερόταν για αγορά, τον παρέπεμπε στα κατεχόμενα για τα περαιτέρω.
Η κατηγορούμενη 2 κατάγεται από την Ουγγαρία και μένει στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Προωθούσε στα ΜΚΔ της οικιστικά συγκροτήματα της «εταιρείας», που ανεγέρθηκαν σε τεμάχια στα κατεχόμενα που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους, εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024 προωθούσε προς πώληση οικιστικές μονάδες σε συγκροτήματα στην Καλογραία Κερύνειας, στον Τράχωνα και στον Άγιο Αμβρόσιο. Κανείς από τους ιδιοκτήτες δεν έδωσε συγκατάθεση για ανέγερση οικιστικών μονάδων και διαφήμιση τους.
Στις 27/9/24 η κατηγορούμενη 2 συνελήφθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Στην κατάθεση της τήρησε το δικαίωμα σιωπής, ενώ σε ερώτηση για τα συγκροτήματα είπε ότι νόμιζε ότι ήταν νόμιμο και ότι Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρος υπέγραψαν συμβόλαιο και οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν - κατά την έκφρασή της. «Αν το ήξερα ότι ήταν παράνομο δεν θα το διαφήμιζα στο διαδίκτυο», φέρεται να είπε.
Εξηγώντας τη λογική της ποινής, το Δικαστήριο είπε ότι είναι λεπτή γραμμή μεταξύ της εξατομίκευσης της ποινής και της εξισορρόπησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης. «Τα αδικήματα που κρίθηκαν ένοχες είναι πολύ σοβαρά», ανέφερε, σημειώνοντας ότι εξορισμού ενέχουν το στοιχείο του δόλου. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων έγκειται στην εξαπάτηση άλλων για εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των συναλλαγών.
Επιπλέον, σημειώθηκε ότι οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα και η εξατομίκευση να μην έχει τέτοια επίδραση ώστε να υπονομεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε την έξαρση τέτοιας φύσης αδικημάτων, για την οποία, όπως ειπώθηκε, έχουν ιδία γνώση, από τη συχνότητα των περιπτώσεων που έρχονται ενώπιον τους, το οποίο αποτελεί πρόσθετο λόγο που επιβάλλει αντιμετώπιση με αποτρεπτικές ποινές.
Υπογραμμίστηκε, ωστόσο, ακόμη ένας λόγος η ποινή να είναι αποτρεπτική. Όπως ειπώθηκε, από 1974 από την τουρκική εισβολή κατέχεται από την Τουρκία μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δύναται να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο σύνολο των περιοχών της. Αυτό, ωστόσο, δεν ακυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο σύνολο της χώρας.
«Δυστυχώς, ως φαίνεται από γεγονότα, η αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου από την Κυπριακή Δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα σε άλλα πρόσωπα, υπό τις ευλογίες της κατοχικής δύναμης, να σφετεριστούν περιουσίες που ανήκουν σε Κύπριους εκτοπισθέντες, χωρίς τη συγκατάθεση τους, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους. Η εκμετάλλευση περιουσιών εκτοπισθέντων είναι απαράδεκτη και κατακριτέα», αναφέρει το Δικαστήριο.
Προσθέτει, δε, ότι, πέραν της οικονομικής πτυχής, υπάρχει άλλη μία παράμετρος: ο κίνδυνος δημιουργίας περαιτέρω παράνομων τετελεσμένων για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εκτοπισθέντων. Όπως σημειώνει, το φαινόμενο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. «Τα δικαστήρια οφείλουν να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για διακοπή τέτοιων διαδικασιών για την προστασία των περιουσιών των εκτοπισθέντων», αναφέρεται.
Όσον αφορά την εξατομίκευση της ποινής, το δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την παραδοχή των κατηγορούμενων, που δείχνει μεταμέλεια και εξοικονομεί δικαστικό χρόνο, και η οποία αμείβεται με ανάλογη έκπτωση στην ποινή. Μεταμέλεια, σημείωσε, δείχνει και η συνεργασία της κατηγορούμενης 1 με τις αστυνομικές αρχές, καθώς παραδέχτηκε αδικήματα, κατονομάζοντας Τουρκοκύπριο ως διευθυντή της «εταιρείας» και δηλώνοντας προθυμία να καταθέσει εναντίον του.
Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη και η καλή διαγωγή τους όσο βρίσκονται στις κεντρικές φυλακές, το λευκό ποινικό μητρώο τους και ότι η παρούσα περίπτωση αποτελούσε μεμονωμένο περιστατικό, αν και σημαντικής διάρκειας.
Όσον αφορά τις προσωπικές τους περιστάσεις, ειπώθηκε ότι και οι δύο είναι πρόσωπα ώριμης ηλικίας που διαμένουν για αρκετά χρόνια την Κύπρο και πρώτη φορά απασχολούν τη δικαιοσύνη. Ωστόσο, σημειώθηκε ότι το ώριμο της ηλικίας τους και το ότι είναι στην Κύπρο πολλά χρόνια, είναι στοιχεία που έπρεπε να είχαν ενεργήσει ώστε αυτές να απέχουν από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν. Επιπλέον, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του δικηγόρου υπεράσπισης της κατηγορούμενης 2 ότι ως αλλοδαπή «είχε μειωμένη αντίληψη της κατοχής στην Κυπριακή Δημοκρατία», ενώ ξενίζει και αναφορά του εν λόγω δικηγόρου σε «νόμιμες μεταβιβάσεις περιουσιών σε "κτηματολόγιο" των κατεχομένων».
Το δικαστήριο σημειώνει ότι δεν παύει η ενασχόληση τους με τις πράξεις να έχει σκοπό το εύκολο κέρδος εις βάρος δικαιωμάτων άλλων. Επιπλέον, σημειώνεται ότι με βάση τον περί Κτηματομεσιτών νόμο, ουδείς ασκεί το επάγγελμα ή δικαιούται αμοιβής, εκτός αν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης. Τα πρόσωπα της «εταιρείας» δεν θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να εξασφαλίσουν συνεργασία με νόμιμα εγγεγραμμένους κτηματομεσίτες, αναφέρει το δικαστήριο, σημειώνοντας ότι, αν και οι δύο κατηγορούμενες δεν κατατάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας σφετεριστών, αποτελούσαν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της παράνομης δράσης.
Όσον αφορά τον μεταξύ τους διαχωρισμό, το δικαστήριο σημείωσε ότι η κατηγορούμενη 1 δήλωσε ένοχη στις 21 από τις 63 κατηγορίες, ενώ η κατηγορούμενη 2 μόνο σε 6. Είναι σαφές, έκρινε το δικαστήριο, ότι η δράση της κατηγορούμενης 1 είχε μεγαλύτερη έκταση και ενεργούσε με πιο μεθοδικό και επαγγελματικό τρόπο. Επιπρόσθετα, η δράση της εκτείνεται από τον Ιούνιο 2023 μέχρι τον Σεπτέμβριο 2024. Πέραν τούτων, η κατηγορούμενη 1 παρείχε παράνομες υπηρεσίες σε σχέση με 6 οικιστικές μονάδες της «εταιρείας», αφού βρέθηκαν 6 συμφωνίες κράτησης και μία σχετική συμφωνία πώλησης και αποδείξεις πληρωμής χρηματικών ποσών από πελάτες. Επιπλέον, με βάση σχετική συμφωνία, η κατηγορούμενη 1 θα λάμβανε «το ουκ ευκαταφρόνητο ποσοστό 20% επί του τιμήματος πώλησης».
Αντίθετα, ο ρόλος της κατηγορούμενης 2 είναι πιο τυποποιημένος, αφού αντέγραφε τις διαφημίσεις της κατηγορούμενης 1, στις οποίες δεν φαινόταν το τηλέφωνο της ίδιας, αλλά το τηλέφωνο της κατηγορούμενης 1. Επίσης, σε αντίστοιχη συμφωνία, προνοείτο προμήθεια 5% σε περίπτωση πώλησης. Αν και είναι σημαντικό ποσοστό, είναι κατά πολύ μικρότερο από την κατηγορούμενη 1, σημείωσε το δικαστήριο. Επιπλέον, δεν φάνηκε ότι κατάφερε να αποκομίσει κάποιο όφελος, παρόλη τη δράση της για έξι μήνες. «Το ότι δεν υλοποιήθηκε ο σκοπός δεν μειώνει την ανάγκη αυστηρής ποινής», αναφέρει το δικαστήριο.
Το δικαστήριο αποφάσισε να επιβληθεί στην κατηγορούμενη 1 ποινή φυλάκισης 2,5 ετών για κάθε μία από τις κατηγορίες και για την κατηγορούμενη 2 ποινή φυλάκισης 15 μηνών. Και στις δύο περιπτώσεις οι ποινές συντρέχουν. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής.