Χρήστος Ζαβός
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, τα ίδια ρεπορτάζ έχουμε. «Ταλεντάρα», «ο νέος Χ ή Ψ», «άφησε υποσχέσεις», «το μέλλον του ανήκει», «τα δικά μας παιδιά» και ότι μαλακία φανταστεί το μυαλό του δημοσιογράφου.
Δεν περνάνε λίγες εβδομάδες και ξεκινούν οι μεταγραφές. Και εκεί που για λίγο ασχολήθηκες μαζί με τους νεαρούς, το μυαλό σου και δη του παράγοντα, σκέφτεται με λύσσα να κλείσει τη συμφωνία με τον σπουδαίο ατζέντη για να έρθει ο παικταράς από την οικουμένη.
Και οι μικροί ξανά πίσω στη δουλειά. Μες το άγχος την πίεση και τον προβληματισμό. Με τους γονείς ν’ ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους.
Που ξημεροβραδιάζονται μες στα γήπεδα, με μοναδικό εφόδιο την ελπίδα και τ’ όνειρο να παίξουν στην ομάδα που μεγαλώνουν. Ή κάπου τέλος πάντων που ανταποκρίνονται οι θυσίες όλων αυτών των χρόνων.
Των εφηβικών χρόνων. Εκεί που οι συνομήλικοι τους, τρέχουν στα κλαμπ και στις καφετέριες αυτά τα παιδιά κλείνονται στο σπίτι γιατί έχουν προπόνηση ή αγώνα. Την ώρα που οι έφηβοι τρώνε τον αγλέορα από κάθε λογής fast food, αυτοί μετράνε το γραμμάριο από την πρωτεΐνη ή το άμυλο που θα βάλουν στον οργανισμό τους.
Χωρίς κανείς να μπορεί να τους εξασφαλίσει τίποτα. Αντιμετωπίζοντας τη μια αδικία πίσω από την άλλη. Περιμένουν και περιμένουν μήπως και τους χαμογελάσει η τύχη.
Αυτοί που εκπληρώνουν το στόχο τους μετριούνται στα δάκτυλα ενός χεριού. Κανένας Πιέρος, κανένας Χάμπος βάλε και συ κανά δύο τρεις και θα διαπιστώσεις την πλούσια (τρομάρα μας) παραγωγή ταλέντων που διαθέτει το κυπριακό ποδόσφαιρο.
Κάποιοι με μεγαλύτερη υπομονή μπορεί και να καταλήξουν σε μια μικρότερη ομάδα έτσι για να βγάζουν το χαρτζιλίκι τους κάνοντας παράλληλα το χόμπι τους.
Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που μεγαλώνουν σε ποδοσφαιρικές ακαδημίες διοχετεύονται στην αγορά εργασίας κουβαλώντας τα βάσανα, την αδικία και τον κόπο που έκαναν στα χρόνια που μεγάλωναν ποδοσφαιρικά.
Οι «καθηγητές» απαλλαγμένοι τάχατες από το άγχος αποφασίζουν να βάλουν τους μικρούς όποτε δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για την ομάδα.
Για να τους τσεκάρουν τάχατες. Για να δουν αν μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν. Ποιοι; Οι καθηγητές που κάνουν δέκα μεταγραφές και ένας είναι ο παίκτης που αξίζει να φοράει τη φανέλα. Όλοι οι υπόλοιποι είναι για τα μπάζα.
Μας έχουν φλομώσει όλα αυτά τα χρόνια. Έχουμε μάθει την πορτογαλική, αφρικανική, αμερικάνικη και ευρωπαϊκή ιστορία προσπαθώντας να καταλάβουμε τι κουμάσι είναι ο καθένας που φέρνει ο grande μάνατζερ.
Και αυτά τα παιδιά απλά σ’ ένα καλοκαίρι βλέπουν τα όνειρα τους να γκρεμίζονται. Απροστάτευτα από παντού. Πέραν των γονιών που καμιά φορά γίνονται πέρα για πέρα πιεστικοί ή τον προπονητή τους όλοι οι υπόλοιποι τους έχουν γραμμένους στα παλιά τους τα παπούτσια.