

Χρήστος Ζαβός
Δέκα νοματαίοι από τη μία και άλλοι δέκα από την άλλη και κάτι κουρασμένα παλικάρια να διασχίζουν το γήπεδο, τάχατες εξοπλισμένα αποδεικνύουν την γύμνια μιας ολόκληρης κοινωνίας, του κράτους και των πολιτών του.
Πάνε που λες και τσακώνονται ανάμεσα στις δυο κερκίδες του Τσιρείου… σ’ ένα γήπεδο που το γνωρίζουμε κοντά μισό αιώνα. Ξέρουμε τα κουσούρια του, ξέρουμε πως γίνονται οι φασαρίες, ξέρουμε τα πιθανά σημεία συνάντησης των παλικαράδων, ξέρουμε όλοι ότι θα έρθουν οι οργανωμένοι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ και ότι θα κάτσουν απέναντι απ’ αυτούς του Απόλλωνα. Ξέρουμε επίσης ότι αποθρασύνθηκαν όλοι , ξέρουμε ότι θα γίνει νταβαντούρι γιατί έτσι γουστάρουν, γιατί έχουν ξεφτιλίσει το σύστημα, γιατί δεν μπορούν να τους συλλάβουν, γιατί τα κάνουν πλακάκια με τους μεγάλους, γιατί θέλουν να παίξουν τα παιδιά.
Ρε με κάρτα, ρε με χωρίς κάρτα, ρε σε κύπελλο, σε πρωτάθλημα, χειμώνα, καλοκαίρι κάνουν τι κάνουν τα παλικάρια και κάπου εκεί ξεκινά το Β’ μέρος του σόου.
Αλά ούνα, άλα ντούε, αλά τρε… μόλις φάγαμε και τελείωσε το τραπέζι διασχίζει το γήπεδο η αστυνομία και μέσω του αγωνιστικού χώρου ανάμεσα σε παίκτες και διαιτητές , μπροστά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες φτάνει εκεί που γίνονται επεισόδια.
Ποιος Πίττας, ποιος Σαρφό, ποιος Μάγκλιτσα και ποιος Δώνης, μες στο γήπεδο από την κορυφή της επίθεσης μέχρι το κέντρο της άμυνας, αστυνομία. Και στο καπάκι, λίγο μετά περιπολικό κυλάν οι ρόδες του στο γρασίδι ωσάν και είμαστε εξοχή κάπου στο δάσος του Μαχαιρά και η αστυνομία φυλάει την τροχαία κίνηση.
Τέτοιο θέαμα, τέτοια κακογουστιά, ούτε επεισόδια δεν ξέρουμε να κάνουμε σε τούτο το νησί. Από τη μια καμιά εικοσαριά ψευτόμαγκες και από την άλλη μια αστυνομία τίγκα στον ερασιτεχνισμό και μηδαμινή προνοητικότητα… στο ίδιο έργο θεατές μοιάζει να είμαστε μόνο που το θέαμα είναι κακάσχημο και οι «καλλιτέχνες» οι ίδιοι και οι ίδιοι.