ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πότε τελικά σταματάμε να “κολλάμε” τη γρίπη μας στους γύρω μας

Γιατρός επειγόντων περιστατικών εξηγεί τη δυσκολία στον προσδιορισμό του διαστήματος που χρειάζεται για να ‘καθαρίσουμε’ από μια ιογενή λοίμωξη

H τριδημία είναι ακόμα ανάμεσα μας, με την πτώση της θερμοκρασίας να ‘ευνοεί’ την εμφάνιση γρίπης που πια περιλαμβάνει και ένα πολύ επιθετικό στέλεχος.

Σταθερά υπάρχει ο απειλητικός για τη ζωή των παιδιών, Αναπνευστικός Συγκυτιακός Ιός (RSV) και φυσικά ο Covid-19.

Η Δρ. Leana Wen, γιατρός επειγόντων περιστατικών και καθηγήτρια πολιτικής και διαχείρισης υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του George Washington University δήλωσε πως δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να καταλάβουμε πότε σταματάμε να ‘κολλάμε’ τους γύρω μας, έπειτα από ιογενή λοίμωξη.

«Για πολλούς ιούς, ένα μολυσμένο άτομο είναι μεταδοτικό ακόμη και πριν αρχίσουν να εκδηλώνουν συμπτώματα.

Ενώ υπάρχουν ορισμένα τεστ που μπορούν να μας πουν εάν έχουμε τον ιό, συνήθως δεν χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί αν κάποιος που έχει μολυνθεί, είναι ‘καθαρός’. Η εξαίρεση του κανόνα είναι τα τεστ για τον Covid-19.

Ένας ακόμη πιο περίπλοκος παράγοντας είναι ότι πολλοί άνθρωποι μπορεί να συνεχίσουν να έχουν παρατεταμένα συμπτώματα, πολύ μετά το τέλος της μολυσματικής τους περιόδου.

Είναι σύνηθες να έχετε βήχα που μπορεί να διαρκέσει για εβδομάδες ή και μήνες μετά από μια αναπνευστική ασθένεια.

Τέτοια συμπτώματα υποδηλώνουν συνεχιζόμενη φλεγμονή των αεραγωγών. Δεν αντανακλούν συνεχιζόμενη μόλυνση ή κίνδυνο για άλλους».

Ποιο είναι το μέσο χρονικό διάστημα που κάποιος θα μπορούσε να μεταδώσει τον ιό σε άλλους εάν έχει μολυνθεί από κοινούς ιούς όπως ο κοροναϊός, η γρίπη, ο RSV ή το κοινό κρυολόγημα;
«Σε ό,τι αφορά το κοινό κρυολόγημα, υπάρχουν πάνω από 200 ιοί που μπορούν να το προκαλέσουν. Η περίοδος μολυσματικότητας εξαρτάται από τον ιό και την υγεία του ατόμου που έχει μολυνθεί.

Η ασυμπτωματική μετάδοση της γρίπης είναι πιθανώς λιγότερο συχνή. Ενώ είναι πιθανό να μεταδώσετε τη γρίπη σε άλλους πριν εμφανίσετε συμπτώματα, η περίοδος μέγιστης μεταδοτικότητας πιστεύεται ότι είναι τρεις έως τέσσερις πέντε μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων.

Το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) συμβουλεύει ότι κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες μπορεί να είναι σε θέση να μολύνουν άλλους έως και πέντε με επτά ημέρες αφότου αρρωστήσουν. Μερικοί άνθρωποι, όπως αυτοί με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να είναι σε θέση να μολύνουν άλλους για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ωστόσο, μπορεί να είναι σε θέση να μεταδώσουν τον ιό για δύο εβδομάδες μετά τη μόλυνση.

Ο ιός που προκαλεί τον SARS-CoV-2, μπορεί να μεταδοθεί από ασυμπτωματικά άτομα που είναι μολυσμένα, αλλά δεν παρουσιάζουν κανένα από τα κοινά συμπτώματα όπως βήχα, πυρετό, καταρροή και πονόλαιμο.

Ένα μολυσμένο άτομο που δεν έχει ακόμη αναπτύξει συμπτώματα -κάποιο που είναι προσυμπτωματικό- μπορεί επίσης να είναι μεταδοτικό.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η περίοδος μέγιστης μεταδοτικότητας για τον SARS-CoV-2 είναι στις 48 ώρες πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και τις πρώτες πέντε ημέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων.

Ένα άτομο που έχει μολυνθεί με Covid-19, θα πρέπει να απομονωθεί για πέντε ημέρες και στη συνέχεια να φοράει μια υψηλής ποιότητας, καλής εφαρμογής μάσκα όταν βρίσκεται κοντά σε ανθρώπους για τις επόμενες πέντε ημέρες. Εκτός εάν βγει αρνητικό με δύο διαδοχικές εξετάσεις.

Το RSV έχει δυνητικά μεγαλύτερη περίοδο μεταδοτικότητας. Όσοι έχουν μολυνθεί με RSV, η οποία είναι μια πολύ κοινή αναπνευστική λοίμωξη που πιστεύεται ότι μολύνει σχεδόν κάθε παιδί πριν γίνει 2 ετών, είναι συνήθως μεταδοτικοί για τρεις έως οκτώ ημέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων. Βέβαια, είναι επίσης δυνατή η προσυμπτωματική μετάδοση.

Σύμφωνα με το CDC, ορισμένα βρέφη και άτομα με ανοσοκαταστολή θα μπορούσαν να συνεχίσουν να μεταδίδουν τον ιό για τέσσερις εβδομάδες αφού σταματήσουν να έχουν συμπτώματα».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Υγεία: Τελευταία Ενημέρωση