Χρήστος Ζαβός
Γαμώ το, είναι τόσο μεγαλειώδες που δεν ξέρεις αν είσαι ικανός ν’ ανταποκριθείς. Ίσως οι μεγάλοι του πνεύματος που αγάπησαν το άθλημα να μπορούσαν να το περιγράψουν. Ξέρω κάτι μεγάλες φιγούρες που υπηρέτησαν τα γράμματα και την ίδια ώρα το μυαλό τους ήταν ερωτευμένο με την στρογγυλή πόρνη. Γκαλεάνο, Ουμπέρτο Έκο, Αλμπέρ Καμί… Τι να γράψεις εσύ γι’ αυτό που ζήσαμε όλοι;
Πώς να το μεταφέρεις σ’ ένα άνθρωπο που θεωρεί ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιγνίδι για υποανάπτυκτα στο πνεύμα άτομα; Πώς να πείσεις ότι αυτό που έγινε στο Άνφιλντ το βράδυ της Τρίτης είναι όπως μια ταινία του Κιούμπρικ, ένα βιβλίο του Θερβάντες, μια φιγούρα του Νουρέγιεφ, ένας πίνακας του Πικασό, μια μελωδία των Μπίτλς, ένα κτίριο του Γκαοτί, ένα έργο του Πιραντέλο, μια φωτογραφία του Κάπα;
Πώς να του πεις ότι η μπάλα όταν βρίσκεται ανάμεσα σε 22 άτομα μπορεί να ζωγραφίσει, να φωτογραφίσει, να εστιάσει, να γράψει, να χορέψει, να μελοποιήσει, να κτίσει, να εμπνευστεί σε μια στιγμή. Να τους εξηγήσεις ότι, όπως και οι τέχνες έτσι και το συγκεκριμένο άθλημα, μιμείται, «δανείζεται» από την ίδια τη ζωή, την ίδια όμως στιγμή την υπερβαίνει.
Τι να σκεφτούμε; Άκου και πες μου. Βγαίνει ο άλλος στην κορυφή του Έβερεστ με πνευμονία, χωρίς οξυγόνο και ανάβει τσιγάρο. Πάει ψαροτούφεκο σε ποταμό του Αμαζονίου για να ψαρέψει πιράνχας και επιστρέφει σπίτι χωρίς γδάρσιμο. Κολυμπά ανάμεσα σε άσπρους καρχαρίες κάπου εκεί στην Αυστραλία και βγαίνει στην αμμουδιά για να παίξει ρακέτες. Να σου το πω και λίγο κυπριακά… πας τίτσιρος σε μια χώρα γεμάτη από νυμφομανείς και τους δημιουργεί σύλλογο ποίησης. Γαμώ το μου, πέφτεις από την Ακρόπολη και κάθεσαι αναπαυτικά σ’ ένα ουζερί εκεί στην Πλάκα παραγγέλλοντας μεζεδάκια..
Είναι τίποτα απ’ όλα αυτά εφικτό; Στις τέχνες μονάχα. Εκεί που ο άνθρωπος δημιουργεί.
Στο ποδόσφαιρο όμως πως είν’ τα πράγματα; Χάνεις 3-0 το πρώτο ματς. Δύο από τους καλύτερους παίκτες σου είναι εκτός. Το προηγούμενο βράδυ συνειδητοποιείς ότι μάλλον χάνεις τον τίτλο στη χώρα σου. Έχεις αντίπαλο σου μια ομάδα, φόβητρο. Πιο ποιοτική από σένα. Καλύτερη και στη ψυχολογία αφού πήρε το πρωτάθλημα. Έχεις αντίπαλο τον καλύτερο, σίγουρα τον πιο επικίνδυνο παίκτη του κόσμου. Είσαι κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Κυνηγάς την πρόκριση με παίκτες που ο πισινός τους πήρε το σχήμα του πάγκου. Και προκρίνεσαι. Είναι εφικτό; Και όμως είναι.
Γιατί; Γιατί είναι το ποδόσφαιρο. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι τέχνη. Και περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία. Την υπερβολή, την απλότητα, το δράμα, την κορύφωση, την κάθαρση, την πλοκή, το χρώμα, το επικό, το συναίσθημα, την αγωνία, τη προσδοκία, το θαυματουργό, το ανέλπιστο, το ανέφικτο.
Τώρα να μου πεις, όπως και στις τέχνες έτσι και στο ποδόσφαιρο, υπάρχουν οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Αυτοί που με την παρουσία τους και το έργο, καθορίζουν την ιστορία και κυρίως προστατεύουν το αντικείμενο. Το οριοθετούν κατά κάποιο τρόπο.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι πρόβλεψη του αποτελέσματος. Εμείς που μεγαλώσαμε λίγο πιο παλιά, λέγαμε ποδόσφαιρο και δεν είχαμε από ιδέα από στοίχημα. Γνωρίζαμε ενδόμυχα ότι όταν έχεις να κάνεις με την μπάλα δεν υπάρχουν νικητές πριν από το ματς. Αγαπούσαμε τους μεγάλους παίκτες αλλά κατανοούσαμε ότι άμα δεν υπάρχει το ομαδικό στοιχείο δεν μπορεί κανείς να τους κερδίσει μόνος του. Άσε τον Μαραντόνα που έγινα μια φορά στον αιώνα.
Η Λίβερπουλ όντως ως ένας μεγάλος καλλιτέχνης λειτουργεί ως προστάτιδα του αθλήματος, της τέχνης της. Υπενθυμίζει στην οικουμένη, ότι κανένας Μέσι, κανένας μπούκκης, κανένα μπάτζετ, καμία εκστρατεία marketing δεν μπορεί να επικρατήσει ευθύς εξ αρχής.
Η Λίβερπουλ αλήθεια τι είχε να αντιπαραβάλει πριν από το χθεσινό ματς; Μονάχα την ιστορία της, την έδρα της και τον κόσμο της. Και επικράτησε. Με το Μίλνερ να τελειώνει ως αριστερό μπάκ, με τον Ρόμπερτσον να αποχωρεί ως τραυματίας, με τον Φαμπίνιο να κάνει το καλύτερο του παιγνίδι με την κόκκινη φανέλα, με το Βαϊνάλντουμ να έρχεται από τον πάγκο, με τον Ογκιρί να μεταμορφώνεται σε ψυχρό εκτελεστή, με τον 20χρονο Άρνολντ να κάνει παπάδες πάνω στον Άλμπα, με τον Σεγκιρί, με τους Σαλάχ και Φιρμίνιο εκτός και πάει λέγοντας.
Και όλοι αυτοί μέσα σ’ ένα ναό του αθλήματος, από τους λίγους στον πλανήτη, καταφέρνουν το ανέφικτο. Το απροσδόκητο. Αναγκάζοντας ολόκληρη την ποδοσφαιρική υφήλιο να σιγοψιθυρίσει το άσμα ασμάτων της φυλής τους… «You will never walk alone». Να υποκλιθεί με ευλάβεια και σεβασμό στο μεγαλείο του κλαμπ.
Να συμμεριστεί τη χαρά ενός ανθρώπου που σ’ ένα ψυχρό και κυνικό περιβάλλον κάνει το αυτονόητο. Να πει μια λέξη που τη λέμε 100 φορές την ημέρα όλοι. Γιατί ο Κλοπ αποδεικνύει ότι δεν ακολουθεί ούτε τους καθωσπρεπισμούς και την τάχατες σοβαροφάνεια των υπολοίπων. Και έχει απόλυτο δίκαιο… Είναι όντως fucking γίγαντες. Όπως στις τέχνες, όπως τα παραμύθια, όπως τις ιστορίες που λέγονται για μικρούς και μεγάλους…