ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

20 Ιουλίου 1974: Μια ζεστή αγκαλιά σε παιδιά της προσφυγιάς

Τρεις αυθεντικές μαρτυρίες για μια τραγική πτυχή της εισβολής - ο αποχωρισμός η υποδοχή η παραμονή στην Ελλάδα και η επιστροφή

Το μαύρο καλοκαίρι του 1974, όταν οι Αττίλες πάτησαν τα χώματα της Κύπρου, μαζί με τους χιλιάδες πρόσφυγες εκτυλισσόταν άλλη μία τραγωδία με μερικές εκατοντάδες παιδιά που αποχωρίσθηκαν τις οικογένειές τους. Πρόκειται για τα παιδιά της προσφυγιάς που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και φιλοξενήθηκαν για έναν χρόνο από οικογένειες σε διάφορες περιοχές της χώρας, στην Πελοπόννησο, στα νησιά, στην ηπειρωτική χώρα.

Τρία πρόσωπα που βίωσαν τον πόνο του αποχωρισμού ανοίγουν την καρδιά τους στην «Κ» και γυρίζουν τον χρόνο 46 χρόνια πίσω. Ανακαλούν μνήμες πικρές, το ταξίδι προς την Ελλάδα, την υποδοχή που τους επιφυλάχτηκε από τη Μητρόπολη Ηλείας και τα χωριά της περιοχής, καθώς και τις συγκινητικές, όπως οι ίδιοι περιγράφουν, εκδηλώσεις των κατοίκων από όποιες περιοχές περνούσαν. Τα προσφυγόπουλα αγκαλιάστηκαν από τον κόσμο της Ελλάδας και για κάποιους μέχρι σήμερα αποτελούν τη δεύτερη οικογένειά τους. Τα ζευγάρια που τους φιλοξένησαν, ο θείος και η θεία, όπως τους αποκαλούν μέχρι σήμερα, δεν τους ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, συμπεριφορά που είναι χαραγμένη για πάντα στην καρδιά τους.

Η ώρα του αποχωρισμού και της επιστροφής στην Κύπρο ήταν μια στιγμή με ανάμικτα συναισθήματα, όπως λένε οι ίδιοι. Η χαρά για την επανένωση με τους γονείς και αδέλφια τους, αλλά και η λύπη που θα αποχωρίζονταν ανθρώπους που τους στάθηκαν στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής τους.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ - Δημοσιογράφος

Ο αποχωρισμός

«20 Ιουλίου φύγαμε από τα σπίτια μας, εγώ έφυγα από τον Γερόλακο και είχαμε πάει να μείνουμε στο Μιτσερό. Πέρασαν μέρες και κάποια στιγμή, αρχές Σεπτεμβρίου, ο πατέρας μου μας είπε ότι εγώ και ο αδελφός μου, θα πάμε για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Αντιλαμβάνεσαι, εγώ σε ηλικία 9 χρόνων, 10 ο αδελφός μου νομίζαμε ότι θα πάμε διακοπές. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1974 πήγαμε στο λιμάνι της Λεμεσού, επιβιβαστήκαμε στο πλοίο «Πάτρα», ήταν αρκετά παιδιά, όλα προσφυγόπουλα ηλικίας από 6 χρονών έως 17. Πολλά από τα παιδιά ήταν με τα ρούχα που φορούσαν μόνο. Μπήκαμε στο πλοίο χωρίς να ξέρουμε πούπάμε και φθάσαμε στον Πειραιά. Εκεί μας περίμεναν, αντιπροσωπεία με τον μακαριστό Μητροπολίτη Ηλείας Αθανάσιο, μας έβαλαν σε λεωφορεία και ξεκινήσαμε ένα μακρύ ταξίδι, σχεδόν νύχτα μέχρι να φθάσουμε στον Πύργο Ηλείας».

Υποδοχή ο θείος και η θεία

«Πήγαμε 415 παιδιά. Αυτό που θυμάμαι είναι όταν μπήκαμε στο νομό Ηλείας. Τα λεωφορεία σταματούσαν στην πλατεία του κάθε χωριού που συναντούσαμε. Μαζευόταν ο κόσμος, χτυπούσαν οι καμπάνες, ο κόσμος συγκινημένος μας πρόσφερε γλυκίσματα και εμείς κοιτούσαμε περίεργα, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το τι γινόταν. Το βράδυ φθάσαμε στον Πύργο, μας έβαλαν στο οικοτροφείο «Αγία Φιλοθέη». Εκεί μείναμε μία εβδομάδα περίπου και μία Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία άνοιξαν οι πόρτες του εστιατορίου του οικοτροφείου και μπήκε μέσα κόσμος. Ήλθαν να πάρουν παιδιά για να τα φιλοξενήσουν. Εγώ είχα την τύχη να μας πάρει μια κυρία μαζί με τον αδελφό μου. Ένας αριθμός παιδιών από Κύπρο, κυρίως κοπέλες, έμειναν στο οικοτροφείο. Μας πήρε η θεία η Γιώτα και μας πήγε στο σπίτι της, ήταν με το γιο της τον Γιώργο που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας. Και όταν λέω μέλη, εννοώ μέλη με τη σημασία της λέξεως. Για παράδειγμα δεν υπήρχε καμία διάκριση μεταξύ εμάς και του Γιώργου. Ό,τι αγόραζαν στο βιολογικό τους παιδί αγόραζαν και σε εμάς, ό,τι βιβλία ο Γιώργος, τα ίδια αγόραζε και σε εμάς. Εκδρομές, μαζί όλοι. Ήταν πραγματικά μια οικογένεια που μας έκανε να νιώσουμε άνετα. Μας έγραψαν στο σχολείο, εγώ έκανα την Πέμπτη τάξη του δημοτικού και ο αδελφός μου την έκτη και αυτό κράτησε μέχρι τον Ιούνιο του 1975, όταν και επιστρέψαμε στην Κύπρο με το πλοίο «Οινούσσες».

Η ώρα του αποχαιρετισμού

«Δεν βίωσα τη στιγμή του αποχαιρετισμού, διότι η θεία και ο Γιώργος ήλθαν μαζί μας στην Κύπρο. Αποχαιρετήσαμε τον θείο τον Προκόπη. Σίγουρα δεν ήταν εύκολο πράγμα διότι αφήναμε πίσω ένα κομμάτι της ζωής μας, από την άλλη ήταν η χαρά ότι επέστρεφες στους δικού σου. Ήταν ανάμικτα τα αισθήματα. Εκείνο που κρατώ είναι η σύνδεση η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα. Και απ’ ό,τι ξέρω αρκετά παιδιά έχουν κρατήσει επαφή με τις οικογένειες. Υπάρχουν πάρα πολύ καλές σχέσεις, αδελφικές θα έλεγα, και εγώ θεωρώ τον Γιώργο αδελφό μου και εκείνος εμάς το ίδιο. Αυτή η σχέση συνεχίζεται και με τα παιδιά μας, μετά από τόσα χρόνια. Στον Πύργο επέστρεψα το 1997. Μετά από τόσα χρόνια ο θείος ο Προκόπης δεν ήθελε να με χάσει από τα μάτια του. Τόσο δυνατή ήταν η σύνδεσή μας. Ακριβώς όπως ήταν η εποχή το 1974. Οι σχέσεις μας έκτοτε είναι αδελφικές».

ΣΑΒΒΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ Σκηνοθέτης ΡΙΚ

Από τα αντίσκηνα...

«Η οικογένεια μου ζούσε σε αντίσκηνο σε ένα καταυλισμό προσκόπων στο Τρόοδος. Είχαμε πάει εκεί από τον Λάρνακα της Λαπήθου που ήταν το χωριό μας. Εγώ ζήτησα από τους γονείς μου να πάω στην Ελλάδα, γιατί είχα ακούσει από το ράδιο ότι η Ελλάδα θα φιλοξενούσε παιδιά από Κύπρο. Στην Ελλάδα πήγαμε με το πλοίο «Πάτρα». Στην Ελλάδα μας είχανε πει ότι θα φιλοξενηθούμε σε οικοτροφεία στον Πύργο Ηλείας. Εκεί ζήσαμε για κάποιο διάστημα. Μια μέρα μας ανακοίνωσαν ότι θα έλθουν κάτοικοι της περιοχής για να μας φιλοξενήσουν στα σπίτια τους, όσοι από εμάς θέλουμε. Πράγματι ήλθαν και ζητούσαν από τα παιδιά να τα φιλοξενήσουν. Εγώ στην αρχή ήμουν αρνητικός μέχρι που μια μέρα ήλθε ο παπάς της Γαστούνης και έπεισε έναν συγχωριανό μου, τον Πέτρο να πάει σε οικογένεια».

Ο Ανδρέας και η Γιώτα

«Ήλθε και ένας άλλος κύριος, ο Ανδρέας Τσάκωνας και μου ζήτησε και μένα να με πάρει στο σπίτι του. Θυμάμαι που μου έλεγε «έλα να σε φιλοξενήσω, δεν έχω άλλα παιδιά, έλα και θα περάσεις καλά». Με έπεισε να πάω και μπορώ να σου πως ότι πέρασα υπέροχα. (Συγκινημένος) Κάθε φορά που το σκέφτομαι συγκινούμαι, γιατί με είχαν σαν παιδί τους. Κάθε απόγευμα που βγαίναμε στη γειτονιά να παίξουμε, τα παιδιά παίρνανε μια φέτα ψωμί και πάνω έβαζαν λάδι και ζάχαρη. Υπήρχε φτώχια στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Όταν πήγα στο σπίτι με ρώτησαν «τι τρως για πρωινό» και εγώ τους είπα ψωμί με μέλι. Ήμουν ο μοναδικός στη γειτονιά που το πρωί και το απόγευμα έτρωγα ψωμί με μέλι και άρχισα να ντρέπομαι να βγαίνω στη γειτονιά, επειδή τα άλλα παιδιά δεν είχαν μέλι».

Φιλοξενία και επιστροφή

«Η οικογένεια αλλά και τα συγγενικά τους πρόσωπα, ήταν σαν τους θείους μου δεν κατάλαβα καμία διαφορά. Ήταν απίστευτη η φιλοξενία. Στο σχολείο μας έφερναν συνέχεια δώρα οι συμμαθητές μας. Όχι μόνο δεν νιώσαμε ξένοι αλλά δικοί τους. Στον Πύργο έμεινα έναν χρόνο. Όταν έφευγα για Κύπρο πίστευα ότι θα επέστρεφα. Είχα συνδεθεί με το χώρο και τους ανθρώπους. Ήλθα στην Κύπρο και πίστευα ότι θα πάω πίσω για να βγάλω την τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου. Όταν επέστρεψα στους γονείς μου, στην αδελφή μου, τους βρήκα σε σπίτι πλέον στη Λευκωσία. Αυτή η οικογένεια στην Ελλάδα είναι οι δεύτεροι γονείς μου. Μετά από χρόνια πήγα και τους είδα. Αυτούς που ονομάζω εγώ ξαδέλφια και ζουν στην Αθήνα έχω επικοινωνία. Στη Γαστούνη δεν πήγα γιατί πέθανε ο Ανδρέας και νιώθω άσχημα. Όταν ήμουν εκεί αν δεν ερχόταν σπίτι δεν μπορούσα να κάτσω να φάω. Ήθελα να είμαστε και οι τρεις.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - Δημοσιογράφος

Ένας απίστευτος πανικός

Είμαι πρόσφυγας και όποιος δεν έχει βιώσει αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να καταλάβει. Εμείς τα παιδιά, τότε, δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τι ακριβώς συνέβαινε. Ήμουν 8 χρονών την περίοδο της εισβολής. Ο πατέρας μου όταν έμαθε ότι η Μητρόπολη Ηλείας θα φιλοξενούσε προσφυγόπουλα αποφάσισε να στείλει εμένα και τον αδελφό μου. Μας έβαλε στο καράβι και ξαφνικά βρεθήκαμε μακριά από τις οικογένειές μας. Ένας απίστευτος πανικός να αποχωρίζεσαι δικά σου πρόσωπα και να σε παραλαμβάνουν άγνωστοι, τότε, για εμάς άνθρωποι. Το καράβι που μας μετέφερε στον Πειραιά ήταν γεμάτο από παιδιά, μια εικόνα πολύ δύσκολο να την περιγράψει (συγκινημένος). Αυτό που θυμάμαι ήταν η ανησυχία του πληρώματος.

Την δεύτερη μέρα του ταξιδιού, μεσοπέλαγα, πέταξαν πολεμικά αεροπλάνα από πάνω μας, προκλήθηκε πανικός και άρχισαν να φωνάζουν να πάμε στα κάτω καταστρώματα του πλοίου. Μετά φώναζαν κάποιοι άλλοι ότι εάν βυθιστεί το πλοίο θα παγιδευτούμε. Όλα αυτά τα θυμάμαι. Κρατούσα από το χέρι τον μικρό μου αδελφού, μας έβγαλαν πάλι πάνω στο κατάστρωμα και θυμάμαι να περνούν τα αεροπλάνα και τα μικρά παιδιά, λόγω άγνοιας, τα χαιρετούσαν. Στο Πειραιά μας περίμεναν τα λεωφορεία για το ταξίδι στην Πελοπόννησο. Περνούσαμε μέσα από χωριά και θυμούμαι έντονα τις θερμές εκδηλώσεις υποδοχής των κατοίκων. Ήταν μοναδικές στιγμές που μας έκαναν να νιώσουμε ασφάλεια».

Πηγή: Kathimerini.com.cy/ Του Απόστολου Τομαρά

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση

X