ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Στέλλα Σπυριδάκη: Ο μοιραίος έρωτας που οδήγησε σε ένα φρικτό τέλος (pics,vid)

Η ζήλια έφερε το τέλος και την απόλυτη εκδίκηση… της «ξερίζωσε» την καρδιά σκοτώνοντας της τα παιδιά

«Πέρα από την αλήθεια που βλέπεις, πέρα από την αλήθεια που ακούς, που διαβάζεις που αισθάνεσαι. Από την αλήθεια του θύτη και του θύματος υπάρχει και μια άλλη αλήθεια… όταν ο άνθρωπος ξεπερνάει τα όρια του και ο χρόνος χάνει την σημασία του , όταν η στιγμή γίνετε μια ζωή… μια λεπτή κόκκινη γραμμή».

Κοιτάζοντας γύρω μας βλέπουμε ανθρώπους καθημερινούς, να τρέχουν βυθισμένοι στην καθημερινότητα τους, πολλές φορές δεν τους προσέχουμε καν. Πολύ απλά γιατί είναι τόσο συνηθισμένοι που δεν μας κάνει τίποτα εντύπωση, τίποτα δεν είναι περίεργο ή παράξενο επάνω τους, διακριτικές παρουσίες. Τι γίνετε όμως όταν ξεπεράσουν τα όρια τους; Ποιες είναι οι συνέπειες όταν αυτή η λεπτή γραμμή που χωρίζει την λογική από την τρέλα κοπεί; Το αποτέλεσμα είναι τις πλείστες των περιπτώσεων φρικτό, τρομακτικό, ειδεχθές…

Η μοιραία σχέση

Μία τέτοια υπόθεση είναι και αυτή της Στέλλας Σπυριδάκη. Χωρισμένη μεγάλωνε τα δυο παιδιά της. Γνωρίζοντας τον Δημήτρη γοητεύτηκε από τον τρόπο που την διεκδίκησε. Τον εμπιστεύτηκε κάνοντας σχέση μαζί του. Την ζήλευε τόσο αρρωστημένα που η ίδια δεν μπορούσε να το αντέξει. Τον χώρισε. Αυτός δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί νηφάλια. Μέσα σε ένα πλήρη παραλογισμό της «ξερίζωσε» την καρδιά σκοτώνοντας της τα παιδιά.

Η Ιστορία

Αθήνα, Νέα Σμύρνη, 28 Μαΐου 1997, ώρα περίπου 4.30’ το πρωί. Ο Γιώργος και η Άννα Βαπορίδη πετάγονται έντρομοι από το κρεβάτι τους, καθώς τους έχουν ξυπνήσει απανωτοί πυροβολισμοί. Βγαίνουν προσεκτικά στον κήπο, από το ισόγειο του σπιτιού όπου κατοικούν στην οδό Πισιδίας 7, για να αντικρύσουν αιμόφυρτη στο χώμα την ενοικιάστριά τους Στέλλα Σπυριδάκη, 44 ετών. «Πού βρίσκομαι; Τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου; Κάποιος με έριξε από το μπαλκόνι. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο», ψιθυρίζει η τραυματισμένη γυναίκα και χάνει τις αισθήσεις της. Το ζευγάρι ειδοποιεί ασθενοφόρο και την αστυνομία.

Η γυναίκα μεταφέρεται με το ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο «Eρυθρός Σταυρός», ενώ ο πρώτος αστυνομικός που μπαίνει στο διαμέρισμα της οικογένειας παθαίνει σοκ: σφηνωμένο πίσω από την πόρτα, που άνοιξε με δυσκολία, αντίκρυσε μέσα στα αίματα το πτώμα ενός 18χρονου αγοριού. Προχώρησε στη μια κρεβατοκάμαρα και το θέαμα που αντίκρυσε του έκοψε την ανάσα. Στο δωμάτιο κοντά στην μπαλκονόπορτα κοιτόταν νεκρή μια νεαρή κοπέλα με το πρόσωπο παραμορφωμένο και γεμάτο αίματα. Πεσμένος στο πάτωμα, με το κεφάλι του να ακουμπάει πάνω στην κοπέλα, κοιτόταν νεκρός ένας άνδρας. Κάλυκες διάσπαρτοι στο πάτωμα και σφαίρες σφηνωμένες στους τοίχους συμπλήρωναν το σκηνικό της βίας και του αίματος.

Η αρχή και το φρικτό τέλος

Η Στέλλα Σπυριδάκη ζούσε στον πάνω όροφο της διπλοκατοικίας των Βαπορίδη τους τελευταίους 14 μήνες, μαζί με τα δυο της παιδιά, την 23χρονη Ιωάννα και τον 18χρονο Λευτέρη. Είχε χωρίσει τον σύζυγό της Πέτρο Σπυριδάκη από το 1993 κι εκείνος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, αφήνοντας πίσω του χρέη και ακάλυπτες επιταγές. Η Στέλλα ήταν μια πετυχημένη επαγγελματίας που διατηρούσε δύο καταστήματα με ρούχα, ένα στην Νέα Σμύρνη κι ένα στην Καλλιθέα. Η κόρη της Ιωάννα εργαζόταν μαζί της στο μαγαζί, ενώ ο Λευτέρης ήταν μαθητής της Γ’ Λυκείου: μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι του από την πενθήμερη εκδρομή του σχολείου. Η Ιωάννα ήταν αρραβωνιασμένη και σε δύο μήνες επρόκειτο να γίνει ο γάμος της.

Το 1995 η Στέλλα Σπυριδάκη γνώρισε τον 30χρονο Δημήτρη Κίτσο, έμπορο πυροσβεστικών ειδών. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και θυελλώδης και γρήγορα έκαναν σχέση.

Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν εξαιτίας της παθολογικής ζήλειας του Δημήτρη Κίτσου. Την πίεζε ασφυκτικά. Δεν την άφηνε σε ησυχία, όπως κατέθεσαν στην αστυνομία στενοί συγγενείς της άτυχης Στέλλας. Κάθε λίγο της τηλεφωνούσε στο μαγαζί και στο σπίτι της για να μάθει πού βρίσκεται. Ήθελε να ξέρει όλες τις κινήσεις της και γινόταν φορτικός. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη για τη Στέλλα. Συχνές ήταν οι σκηνές ζηλοτυπίας που κατέληγαν σε καβγάδες. Κάποιες φορές την είχε χτυπήσει. Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Πριν από λίγους μήνες μάλιστα, σε μια τέτοια σκηνή ζηλοτυπίας, ο Κίτσος της επιτέθηκε και λίγο έλειψε να την πνίξει.

Η Στέλλα Σπυριδάκη δεν μπορούσε πια να ανεχθεί την παθολογική του ζήλεια. Όταν της ζήτησε να τον παντρευτεί, αυτή αρνήθηκε. Αυτός όμως συνέχισε να την πιέζει. Η γυναίκα ήθελε να διακόψουν τη σχέση τους. Είχε αρχίσει να τον φοβάται καθώς την είχε απειλήσει αρκετές φορές. Τα παιδιά της ανησυχούσαν και αυτά πολύ. Ένα κλίμα φόβου υπήρχε τους τελευταίους μήνες στην οικογένεια, το οποίο είχε γίνει αντιληπτό από φίλους και συγγενείς.

Τελικά, τον Μάιο του 1997 η Στέλλα Σπυριδάκη πήρε την απόφαση να χωρίσουν επειδή δεν άντεχε άλλο τη ζήλεια του. Το απόγευμα της παραμονής των φόνων, ο Δημήτρης Κίτσος τηλεφώνησε στο μαγαζί της. Ήταν μπροστά και η κόρη της. «Θελω να χωρίσουμε. Δεν μπορώ άλλο. Αυτή είναι η απόφασή μου. Μη με ξαναενοχλήσεις», του είπε η Στέλλα. «Μόνο νεκρή…» ήταν η απάντηση του Δημήτρη Κίτσου και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγο αργότερα θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Ήταν αποφασισμένος.

Στις 11 το βράδυ, την ώρα που η Στέλλα Σπυριδάκη και η κόρη της Ιωάννα επέστρεφαν στο σπίτι τους, είδαν σταθμευμένο απέναντι το αυτοκίνητο του Κίτσου. Η Στέλλα προσποιήθηκε ότι δεν τον είδε και μπήκε με την κόρη της στο σπίτι. Φαινόταν ανήσυχη. Είχε ένα κακό προαίσθημα: «Κλείστε την πόρτα και μην του ανοίξετε όσο και αν χτυπάει», είπε στα παιδιά της. Πράγματι κλείδωσαν την πόρτα και έπεσαν για ύπνο. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι ο δράστης θα έπαιρνε, με κάθε τρόπο, τη σκληρή του εκδίκηση.

Ο Κίτσος περίμενε ώρες μέσα στο αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι. Λίγο πριν από τις 4.30 τα ξημερώματα, μπήκε στον ακάλυπτο χώρο του σπιτιού και αναρριχήθηκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Από την μπαλκονόπορτα, που όπως φαίνεται ήταν ανασφάλιστη, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της φίλης του.

«Κοιμόμουν όταν αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στον λαιμό. Ξύπνησα και τότε τον είδα. Με είχε πιάσει από τον λαιμό. Προσπάθησα να του μιλήσω. Αυτός όμως με έσυρε στο μπαλκόνι», κατέθεσε στους αστυνομικούς η Στέλλα Σπυριδάκη. «Με άρπαξε, με πέταξε από το μπαλκόνι και με πυροβόλησε».

Τα παιδιά της άτυχης γυναίκας άκουσαν τον πυροβολισμό και πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους. Ο μακελάρης, σε κατάσταση αμόκ, στράφηκε εναντίον τους και ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Το αγόρι, όπως φαίνεται, προσπάθησε να φύγει. Ο δολοφόνος το πρόλαβε την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα του διαμερίσματος και το πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Λευτέρης σωριάσθηκε στο πάτωμα. Ο εξολοθρευτής συνέχισε να πυροβολεί και γάζωσε με το πιστόλι του τους τοίχους του σπιτιού. Στη συνέχεια μπήκε στο υπνοδωμάτιο των παιδιών. Η άτυχη Ιωάννα ήταν κοντά στην μπαλκονόπορτα. Την πυροβόλησε στο πρόσωπο στο ύψος του σαγονιού. Όταν η κοπέλα σωριάσθηκε αιμόφυρτη, έβαλε το πιστόλι του στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη.

Η Στέλλα Σπυριδάκη, που δέχθηκε πρώτη την επίθεση του 30χρονου, όταν την άρπαξε από το κρεβάτι και την πέταξε από το μπαλκόνι στον ακάλυπτο, πυροβολώντας την ταυτόχρονα, σώθηκε από θαύμα. Η σφαίρα την έπληξε στον γλουτό. Η γυναίκα έπεσε από τον πρώτο όροφο, στις πέργκολες του κήπου και γλίτωσε με κατάγματα.

Ο δράστης εκδικήθηκε την άτυχη γυναίκα με τον χειρότερο τρόπο. Της σκότωσε τα δυο παιδιά της. Η ίδια δεν έμαθε την αλήθεια παρά μετά το χειρουργείο στο οποίο υπεβλήθη. Κοντά της ήταν η μητέρα και οι αδελφές της, καθώς και ο νονός της. Ρωτούσε συνέχεια για τα παιδιά της και η αλήθεια της αποκαλύφθηκε, με την παρουσία ψυχολόγου, την ημέρα της κηδείας τους, λίγο πριν την ταφή στο Νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Ο Πέτρος Σπυριδάκης δεν παρέστη στην κηδεία των παιδών του, καθώς φοβόταν σύλληψή του για χρέη από τις Αρχές.

Από την αποφράδα ημέρα έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Σήμερα, η άλλοτε πανέμορφη και πετυχημένη επιχειρηματίας, έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια κι έχει ασπασθεί τον μοναχισμό. Μετά το μοναστήρι του Οσίου Μελετίου στην Οινόη όπου κατέφυγε αρχικά, σήμερα βρίσκεται στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης στην Σαλαμίνα. Έχει επιλέξει το όνομα Αδελφή Ιωάννα, προφανώς στη μνήμη της κόρης της. Όπως συχνότατα συμβαίνει μετά από μεγάλες τραγωδίες, οι άνθρωποι ζητούν παρηγοριά όπου μπορούν. Κάποιοι επιλέγουν την κοινωνική προσφορά, κάποιοι άλλοι το αλκοόλ ή/και τις ουσίες, κάποιοι τρίτοι στρέφονται στα θεία και αναζητούν την λύτρωση μέσα από την θρησκευτική πίστη. Έχει αφήσει πίσω της το κοσμικό της παρελθόν και οι μοναστικοί της όρκοι δεν της επιτρέπουν να αναφέρεται σε αυτό.


Η υπόδεση ή μάλλον το ειδεχθές αυτό έγκλημα έγινε ένα από τα επεισόδια της σειράς «10η Εντολή» το οποίο είναι βασισμένο στα γεγονότα με κάποιες προφανές αλλαγές για ευνόητους και δεοντολογικούς λόγους

«Τσέζαρε Λομπρόζο Ο εγκληματίας είναι άγριος, που παραπλανήθηκε μέσα στον πολιτισμό μας.
Τσέζαρε Λομπρόζο»

Πληροφορίες από eglima.wordpress.com 

Viral: Τελευταία Ενημέρωση

X
X