ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Υπόθεση Λοϊζίδου: Δικαστικό διάταγμα κατά της εφημερίδας «Πολίτης»

Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε σήμερα την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στην εφημερίδα «Πολίτης» να δημοσιεύει ή να χρησιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ανώτερης Εισαγγελέως της Δημοκρατίας Ελένης Λοϊζίδου μέχρι την εκδίκαση της αγωγής που καταχώρησε εναντίον της εφημερίδας ή μέχρι να εκδοθεί άλλη διαταγή του Δικαστηρίου.

Ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Ι. Ιωαννίδης, με την ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους λόγους ένστασης που κατέθεσαν οι εναγόμενοι και συγκεκριμένα οι Εκδόσεις «Αρκτινός» Λτδ και ο Μανώλης Καλατζής, στην αίτηση που καταχώρησε η κα. Λοϊζίδου για έκδοση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος.

«Βρίσκω πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου και ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγομένους να δημοσιεύουν περιεχόμενο από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Ενάγουσας», σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης στην απόφαση του.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, «ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι το δικαίωμα στην προσωπικότητα του. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσώπου συνήθως καλείται δικαίωμα της προσωπικότητας (privacy)».

«Η προσωπικότητα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού σε όλες της τις εκφάνσεις. Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας, το οποίο συνιστά μια από τις εκφάνσεις του δικαιώματος της προσωπικότητας, κατοχυρώνεται και συνταγματικά από το Άρθρο 17 του Κυπριακού Συντάγματος, το οποίο ομιλεί για «απόρρητο της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας», έννοιες ευρείες», προστίθεται.

Σημειώνεται ότι «ο Περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος 92(Ι)/1996, τον οποίο η Ενάγουσα επίσης επικαλείται, καθιστά ποινικά κολάσιμες συγκεκριμένες συμπεριφορές και ενέργειες που αφορούν στην υποκλοπή, παρακολούθηση κ.λπ. ιδιωτικής επικοινωνίας και στη χρήση ή αποκάλυψη περιεχομένου οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας (Άρθρο 3 του Νόμου)».
Το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι «οι Εναγόμενοι δεν αντιμετωπίζουν με την παρούσα διαδικασία τέτοιες κατηγορίες», σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι «κάθε επέμβαση στην αλληλογραφία ή επικοινωνία, συνιστά όχι μόνο προσβολή παράνομη του δικαιώματος της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης, αλλά και διείσδυση στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου».

Σύμφωνα με την απόφαση, το παράπονο της ενάγουσας «εστιάζεται στο γεγονός ότι οι Εναγόμενοι δημοσιοποίησαν ηλεκτρονικά της μηνύματα παρόλο που η ίδια τους έχει ενημερώσει ότι αυτά συνιστούν προϊόν υποκλοπής και ότι δεν επιθυμεί την δημοσιοποίησή τους».

«Βρίσκω πως από την προσαχθείσα μαρτυρία υπάρχει ο κίνδυνος οι Εναγόμενοι να συνεχίσουν να δημοσιεύουν ηλεκτρονικά μηνύματα της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των δικαιωμάτων της να επαναληφθεί στο μέλλον», σημειώνει στην απόφαση του ο κ. Ιωαννίδης.

Αναφερόμενος στο γεγονός ότι «η βλάβη στην προσωπικότητα δεν αποκαθίσταται πάντα με την καταβολή χρημάτων», ο Δικαστής αναφέρει ότι «δεν θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση συνιστά μια από τις περιπτώσεις όπου με την καταβολή αποζημιώσεων θα απονεμηθεί δικαιοσύνη, ως οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται» σε συγκεκριμένη παράγραφο της ένορκης τους δήλωσης.

«Πριν αποφασίσω κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα», σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης, «έλαβα σοβαρά υπόψη μου το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, για το οποίο οι Εναγόμενοι κάνουν αναφορά στην ένορκη τους δήλωση και το οποίο κατοχυρώνεται επίσης συνταγματικά (Άρθρο 19 του Συντάγματος)».

«Έλαβα ακόμη υπόψη μου το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται πως από τα 19.000 ηλεκτρονικά μηνύματα της Αιτήτριας έχουν επιλέξει συγκεκριμένα και αποφάσισαν να μην δημοσιοποιήσουν αυτά με περιεχόμενο καθαρά προσωπικής μορφής για να μην την εκθέσουν ‘ή να ικανοποιήσουμε ενδεχομένως την περιέργεια κάποιων αναγνωστών ή να προκαλέσουμε σκάνδαλο ή κουτσομπολιό γι΄ αυτήν’», όπως αναφέρει.

«Έχω ισοζυγίσει και τα δύο δικαιώματα. Βρίσκω ότι εδώ υπερτερεί το δικαίωμα της προσωπικότητας, αφού η έκδοση του διατάγματος ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης από τους Εναγομένους των κατ΄ ισχυρισμόν κλαπέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Αιτήτριας, τα οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία ανέρχονται σε 19.000, ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους αδικίας», προσθέτει.

Όπως αναφέρει, «η έκδοση του διατάγματος δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη στους Εναγομένους, αφού με αυτό δεν θα επιτρέπεται σε αυτούς, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να δημοσιεύουν ηλεκτρονικά μηνύματα της Ενάγουσας, για τα οποία η τελευταία έχει ισχυριστεί ότι είναι προϊόν υποκλοπής».

Σε άλλο σημείο της απόφασης του, ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου σημειώνει ότι «οι ενέργειες και η εν γένει συμπεριφορά της Ενάγουσας κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών της καθηκόντων, όπως και κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού, υπαλλήλου ή αξιωματούχου του Κράτους, είναι κάτι που ενδιαφέρει το κοινό το οποίο δικαιούται να ενημερώνεται και από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας».

«Εδώ, το κοινό έχει ήδη ενημερωθεί και από τους Εναγομένους ότι έχει τροχοδρομηθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον της Ενάγουσας. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους θα αποφασίσουν κατά πόσο η Ενάγουσα έχει διαπράξει ή όχι πειθαρχικό ή πειθαρχικά παραπτώματα», αναφέρει, επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως «τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, οφείλουν να σέβονται τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του κάθε προσώπου».

«Κατά πόσο εδώ», συνεχίζει, « οι Εναγόμενοι έχουν παραβιάσει τα δικαιώματα της Ενάγουσας, είναι κάτι που θα εξεταστεί και αποφασιστεί όταν το Δικαστήριο θα εκδικάσει την ουσία της Αγωγής».

Ο κ. Ιωαννίδης ξεκαθαρίζει επίσης ότι «το διάταγμα που θα εκδοθεί θα αφορά στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά μηνύματα για τα οποία η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι προϊόν υποκλοπής και σε καμιά περίπτωση δεν απαγορεύεται στους Εναγομένους να αναφέρονται στην Ενάγουσα».

«Θεωρώ ορθό και δίκαιο», αναφέρει, όπως εκδοθεί και εκδίδεται το ακόλουθο προσωρινό διάταγμα: «Εκδίδεται προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους, στους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες τους και/ή αντιπροσώπους τους από του να δημοσιεύουν στην εφημερίδα «Πολίτης» ή να χρησιμοποιούν με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ενάγουσας και ειδικότερα τα ηλεκτρονικά μηνύματα αυτής τα οποία κατ΄ ισχυρισμόν της Ενάγουσας έχουν υποκλαπεί, και τα οποία έχουν δημοσιευθεί από τον ιστότοπο https://cogroup.blogspot.com.cy, ημερ. 26.11.2017, μέχρι εκδίκασης της Αγωγής ή μέχρι να εκδοθεί άλλη διαταγή του Δικαστηρίου.».
Ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ο κ. Ιωαννίδης αποφάσισε να επιβάλει όρο «όπως η Ενάγουσα πριν από τη σύνταξη του διατάγματος υπογράψει εγγύηση ύψους €50.000 για κάλυψη τυχόν ζημιών στους Εναγόμενους, σε περίπτωση που αυτές ήθελον προκληθεί συνεπεία τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης του διατάγματος».

«Οι Εναγόμενοι καταδικάζονται στα έξοδα της Αίτησης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα θα είναι πληρωτέα μόλις εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της Αγωγής», καταλήγει η απόφαση του Δικαστηρίου.

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

X