ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

«Άλλο αποκέντρωση εξουσιών και άλλο χαλαρή Ομοσπονδία»

Τα πέντε σημεία της αποκέντρωσης όπως τα ανέφερε στην Διάσκεψη

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης εξήγησε απόψε κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας ομιλίας του για την αποκέντρωση εξουσιών, σε μια λύση του Κυπριακού, ότι η πρότασή του δημιουργεί το αίσθημα ασφάλειας στους Τουρκοκύπριους, αναιρεί τα προσχήματα της Τουρκίας για τη διατήρηση εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων, αλλά απαντά επίσης στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων για τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα.

«Η μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία δημιουργεί το αίσθημα ασφάλειας στους Τουρκοκύπριους, αφαιρεί την εμμονή σε θετική ψήφο σε όλες τις αποφάσεις, αλλά και αναιρεί και τα προσχήματα της Τουρκίας για τη διατήρηση εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων για προστασία των Τουρκοκυπρίων από αυθαίρετες αποφάσεις των Ελληνοκυπρίων», είπε.

Την ίδια ώρα, πρόσθεσε, «απαντά στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων για τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα του Κράτους, αντιμετωπίζοντας το αίσθημα ανασφάλειας από τον κίνδυνο κατάρρευσης της νέας κατάστασης πραγμάτων».

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης κατέστησε σαφές ότι «ως υπεύθυνος ηγέτης δεν μπορώ να παραγνωρίσω τους κινδύνους από την παράταση του αδιεξόδου, για αυτό και δεν μένω αδρανής, αλλά και ταυτόχρονα δεν μπορώ να αποδεχτώ μια λύση που θα μας οδηγεί σε ένα μη λειτουργικό κράτος».

«Η παραγνώριση εύλογων ανησυχιών μπορεί να οδηγήσει σε μια συμφωνία μεταξύ ηγετών, αλλά, ταυτόχρονα, θα οδηγήσει σε περιφρόνηση των ηγετών με μια δεύτερη και οριστικά καταστροφική απόρριψη από το λαό», πρόσθεσε.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεκαθάρισε παράλληλα ότι «άλλο αποκέντρωση εξουσιών και άλλο χαλαρή Ομοσπονδία», σημειώνοντας ότι η πρόταση του δεν είναι καθόλου νέα, αφού ανάλογη πρόταση είχε υποβάλει στο Εθνικό Συμβούλιο τον Απρίλιο του 2010.

Στην ομιλία του, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε στο ιστορικό της ΔΔΟ, λέγοντας ότι από τον Φεβρουάριο του 1977 «δεχθήκαμε ένα επώδυνο, αλλά ιστορικό συμβιβασμό, βάσει του οποίου το μελλοντικό καθεστώς του Κυπριακού κράτους θα μετεξελιχθεί σε διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία».
Έκτοτε, σημείωσε, «και οι έξι προκάτοχοι μου κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες προκειμένου να οδηγηθούμε σε μια λύση που, χωρίς να παραγνωρίζει τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, θα διασφάλιζε και τις εύλογες προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων επιδιώκοντας μια λύση, πρώτον, με ισχυρή κεντρική Κυβέρνηση για τη διασφάλιση της ενότητας του Κράτους, λαού, οικονομίας και θεσμών».
Δεύτερον, συμπλήρωσε, «πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των νόμιμων κάτοικων του νησιού, δηλαδή την ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, άσκηση επαγγέλματος και απόκτηση περιουσίας» και τρίτον, δίκαιες εδαφικές αναπροσαρμογές καθώς, τέταρτον και σημαντικότατο, «απαλλαγή της Κύπρου από τα κατοχικά στρατεύματα».

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι οι όποιες προσπάθειες απέτυχαν όχι ως αποτέλεσμα της έλλειψης βούλησης, αλλά ως αποτέλεσμα της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Αποκορύφωμα των προσπαθειών, υπενθύμισε, ήταν το δημοψήφισμα του 2004, όπου ο λαός απέρριψε το προτεινόμενο σχέδιο με 76% λόγω εντόνων ανησυχιών που προκαλούσαν πρόνοιες του.
Έκτοτε, συνέχισε, ακολούθησε σειρά κύκλου συνομιλιών και με μετριοπαθείς Τουρκοκύπριους πολιτικούς, όπως ο κ. Ταλάτ ή σήμερα ο κ. Ακκιντζί.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ανέφερε ο πρόεδρος Αναστασιάδης, «θα πρέπει να ομολογήσω ότι καταγράφηκε πρόοδος σε κάποια των θεμάτων, αλλά και παρέμειναν σημαντικές διαφορές που δεν επέτρεψαν την επίτευξη μιας λύσης που θα μας οδηγούσε σε ένα λειτουργικό, βιώσιμο και πλήρως ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος», σε «ένα φυσιολογικό Κράτος, όπως και ο ίδιος ο ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών ευστόχως επισήμανε».

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι από την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας έθεσε ως στόχους, προκειμένου να υπάρξει μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση με προοπτική λύσης, πρώτον, την εμπλοκή της Τουρκίας στον διάλογο ούτως ώστε να συζητηθεί και η διεθνής πτυχή του κυπριακού προβλήματος που δεν είναι άλλη από τον τερματισμό του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων και την αποχώρηση του συνόλου των κατοχικών στρατευμάτων.
Δεύτερον, είπε, την εμπλοκή της Ε.Ε. ώστε η υπό συζήτηση λύση να συνάδει πλήρως με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις υποχρεώσεις μας ως κράτος - μέλος της Ένωσης, τρίτο, όσον αφορά τις εσωτερικές πτυχές, το λειτουργικό σύστημα Διακυβέρνησης και ότι τέτοιες εδαφικές αναπροσαρμογές που θα επέτρεπαν την επιστροφή και εγκατάσταση όσον το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία.
Σαν αποτέλεσμα των εντατικών συνομιλιών, σημείωσε, ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη του κ. Ακκιντζί ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, οδηγηθήκαμε τον Ιανουάριο του 2017 στην πρώτη Σύνοδο για την Κύπρο στην οποία για πρώτη φορά κατατέθηκαν χάρτες για τις εδαφικές αναπροσαρμογές με ελάχιστη απόκλιση ως προς το ποσοστό του υπό επιστροφή εδάφους και για πρώτη φορά επίσημα η Τουρκία ενεπλάκη απευθείας σε διάλογο και διαπραγματεύσεις στο κεφάλαιο της Ασφάλειας.
Αυτό, σημείωσε, δεν ήταν τυχαίο. «Ήταν το αποτέλεσμα Συμφωνίας που είχα επιτύχει με τον Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας, κ. David Cameron, τον Ιανουάριο του 2014 με βάση την οποία η Βρετανία αποποιείτο το δικαίωμα της εγγυήτριας δύναμης, εάν δεν ήτο αίτημα και των δύο κοινοτήτων. Η θέση της Ελλάδος ήταν γνωστή. Μόνη εμμένουσα στο καθεστώς της εγγυήτριας παρέμενε η Τουρκία».
Σημείωσε ότι για πρώτη φορά στις διαπραγματεύσεις η Ε.Ε. εκπροσωπήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο.

Δυστυχώς, ανέφερε, λόγω της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς και η δεύτερη Σύνοδος για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και τούτο πάλι λόγω της αδιαλλαξίας ή και της έλλειψης ορθής προετοιμασίας.

Παρά ταύτα, ανέφερε ο Πρόεδρος, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί πως στη Σύνοδο στο Κραν Μοντανά, ο Γενικός Γραμματέας μέσα από το περίγραμμα των έξι σημείων, μεταξύ άλλων, αναγνώριζε την ανάγκη για τερματισμό Εγγυήσεων και Επεμβατικών δικαιωμάτων από την πρώτη μέρα, κάθετης μείωσης από την πρώτη μέρα των κατοχικών στρατευμάτων και πρόνοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οριστικό τερματισμό της παρουσίας τους καθώς και τέτοιες εδαφικές αναπροσαρμογές που να ικανοποιούν τις εύλογες προσδοκίες της Ελληνοκυπριακής πλευράς.
Ο Πρόεδρος είπε ότι ένα των σημαντικών στοιχείων που επεσήμανε και αφορούσε την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους, ήταν η αξίωση της τουρκοκυπριακής πλευράς για αποτελεσματική συμμετοχή επισημαίνοντας ότι το θέμα θα πρέπει να συζητηθεί περαιτέρω σε σχέση με το ζήτημα της μίας θετικής ψήφου και συγκεκριμένα πότε και κάτω από ποιες συνθήκες και σε ποια Σώματα θα μπορούσε να ασκηθεί, με ταυτόχρονες πρόνοιες για μηχανισμούς επίλυσης αδιεξόδων.
Στο σημείο αυτό, ξεκαθάρισε «για όσους μπορεί να αμφισβητούν τις προθέσεις μου έναντι του πλαισίου του ΓΓ, πως θα ήμουν παράφρων να απορρίψω τα όσα διαχρονικά διεκδικούσε η ελληνοκυπριακή πλευρά και τα οποία το περίγραμμα του ΓΓ θέτει πλέον στην ημερήσια διάταξη των διαπραγματεύσεων».

Υπενθύμισε ότι έχει καταστήσει σαφή την πρόθεση του για εμπλοκή σε ένα διάλογο από το σημείο που διακόπηκε στο Κραν Μοντανά, νοουμένου ότι «μια νέα Σύνοδος θα ήτο καλά προετοιμασμένη για να μην οδηγηθούμε σε ένα νέο καταστροφικό αδιέξοδο». Είπε ότι νιώθει ευτυχής γιατί ο ΓΓ στην πρόσφατη έκθεση του «υιοθετεί πλήρως τη θέση μου».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης εξήγησε ότι από την εμπειρία που αποκόμισε από τις διαπραγματεύσεις διαπίστωσε «ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα διακατέχεται από μια έντονη ανησυχία πως η ελληνοκυπριακή, ως η πλειοψηφούσα κοινότητα, θα καταχράται την εξουσία με κίνδυνο οι Τουρκοκύπριοι να τεθούν στο περιθώριο».
Προς αντιμετώπιση των ανησυχιών τους πρόβαλαν την αξίωση για μία θετική ψήφο σε κάθε απόφαση συντεταγμένου οργάνου του Κεντρικού Κράτους, ανέφερε, είτε αυτό αφορά το Υπουργικό Συμβούλιο είτε άλλα θεσμικά όργανα.

Την ίδια ώρα, είπε, οι Ελληνοκύπριοι έχουν εύλογες ανησυχίες πως ένα ανάλογο δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων ενδεχόμενα θα οδηγήσει σε ένα μη λειτουργικό κράτος, με ορατούς τους κινδύνους κατάρρευσης της νέας τάξης πραγμάτων. Και τούτο δημιουργεί μια ανασφάλεια για το μέλλον, σε σχέση με τη σταθερότητα και βεβαιότητα που σήμερα βιώνουν.

Μια ανασφάλεια, σημείωσε, «που επιτείνεται από την αξίωση της Τουρκίας να παραμείνει εν ισχύι το αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων και η μόνιμη παρουσία τουρκικών στρατευμάτων». Μια αξίωση της Τουρκίας που δημιουργεί συνειρμούς συνέχισης της εξάρτησης των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία και συνεπώς ελέγχου της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας από την εν λόγω χώρα.
«Ύστερα από σοβαρό προβληματισμό και προς εξάλειψη των ανησυχιών και των δύο κοινοτήτων», ανέφερε, «αλλά και της επίτευξης μιας λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, υπέβαλα στο Εθνικό Συμβούλιο σαν τροφή προς σκέψη την αποκέντρωση, και θέλω να το τονίσω, την αποκέντρωση όσων εξουσιών αφορούν την καθ’ ημέραν ζωή των πολιτών ή και όσων άλλων δεν θα επέτρεπαν την αμφισβήτηση:

(α) Της μιας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας, κυριαρχίας και ιθαγένειας του Κράτους.
(β) Της ενότητας εδάφους, λαού, οικονομίας και φυσικού πλούτου.
(γ) Της άμυνας και ασφάλειας, αλλά και φύλαξης των συνόρων του Ομοσπονδιακού Κράτους.
(δ) Την αποκλειστική και αποτελεσματική εκπροσώπηση και συμμετοχή του Ομοσπονδιακού Κράτους στην Ε.Ε., τον ΟΗΕ και τους λοιπούς διεθνείς οργανισμούς.
(ε) Και τις όποιες άλλες εξουσίες κριθούν ως απολύτως αναγκαίες.

Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος ξεκαθάρισε «Άλλο αποκέντρωση εξουσιών και άλλο χαλαρή Ομοσπονδία που παραπέμπει σε άλλα συστήματα διακυβέρνησης».
Ανέφερε ότι η πρότασή του δεν είναι καθόλου νέα, αφού ανάλογη πρόταση είχε υποβάλει στο Εθνικό Συμβούλιο τον Απρίλιο του 2010. Η φιλοσοφία της αποσκοπεί στη μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία των δύο πολιτειών, κάτω από τους όρους που έχουν προαναφερθεί, με εξισορροπιστικό αντιστάθμισμα τη θετική ψήφο των Τουρκοκυπρίων να ασκείται μόνο εκεί και όπου η όποια απόφαση εκτελεστικού οργάνου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα ζωτικά συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας και νοουμένου, βεβαίως, ότι θα θεσμοθετηθεί και αποτελεσματικός μηχανισμός επίλυσης τυχόν αναφυομένων διαφορών.
Τούτο, είπε, συνάδει απόλυτα και με την αναφορά του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών για ρύθμιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους.
Κατά την άποψή του, « η μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία δημιουργεί το αίσθημα ασφάλειας στους Τουρκοκύπριους, αφαιρεί την εμμονή σε θετική ψήφο σε όλες τις αποφάσεις, αλλά και αναιρεί τα προσχήματα της Τουρκίας για τη διατήρηση εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων για προστασία τάχα των Τουρκοκυπρίων από αυθαίρετες αποφάσεις των Ελληνοκυπρίων».
Την ίδια ώρα, επεσήμανε, «απαντά στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων για τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα του Κράτους, αντιμετωπίζοντας το αίσθημα ανασφάλειας από τον κίνδυνο κατάρρευσης της νέας κατάστασης πραγμάτων».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επανάλαβε όσα το 2010 στο υπόμνημα μου προς το Εθνικό Συμβούλιο, είχα αναφέρει όπως η «υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο κεντρικό κράτος αντί της ενίσχυσης της οντότητας θα πολλαπλασιάζει τους κινδύνους τριβών, αδιεξόδων και παράλυσης, ενώ θα θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη λειτουργία και βιωσιμότητα του Κράτους.
Είναι αυτονόητο πως ανάλογα φαινόμενα θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στην καθ’ ημέρα διαβίωση και ευημερία των πολιτών, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι δυνάμεις που θα προτιμούσαν την απόσχιση ή δημιουργία δύο κρατών.
Για τους πιο πάνω λόγους πιστεύουμε πως εκτεταμένες εξουσίες σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης μπορούν να παραμείνουν στις πολιτείες…………Συμπερασματικά, υπερσυγκεντρωτισμός εξουσιών στο κεντρικό κράτος……..θα αποτελέσει, κατά την άποψη μου, αιτία είτε απόρριψης μιας ενδεχόμενης νέας λύσης ή και την ταχεία κατάρρευση του κράτους με ολέθριες και ανυπολόγιστες συνέπειες».

Ο Νίκος Αναστασιάδης επανέλαβε πως η πρότασή του «είναι τροφή για σκέψη προς άρση των ανησυχιών και των δύο κοινοτήτων, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες επανέναρξης ενός δημιουργικού διαλόγου που αυτή τη φορά θα μας οδηγήσει στην εξεύρεση λύσης του Κυπριακού και όχι σε ένα καταστροφικό αδιέξοδο, με κίνδυνο να βρεθούμε ενώπιον επιλογών που ξεκάθαρα απορρίπτουμε.»

Κατέστησε σαφές «ότι ως υπεύθυνος ηγέτης δεν μπορώ να παραγνωρίσω τους κινδύνους από την παράταση του αδιεξόδου, για αυτό εξάλλου και δεν μένω αδρανής, αλλά και ταυτόχρονα δεν μπορώ να αποδεχτώ μια λύση που θα μας οδηγεί σε ένα μη λειτουργικό Κράτος».

Η παραγνώριση εύλογων ανησυχιών, είπε, μπορεί να οδηγήσει σε μια Συμφωνία μεταξύ ηγετών, αλλά, ταυτόχρονα, «θα οδηγήσει σε περιφρόνηση των ηγετών με μια δεύτερη και οριστικά καταστροφική απόρριψη από τον λαό και αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμών και δεν θα επιδιώξω ποτέ».
Ο καθένας, είπε, «έχει το δικαίωμα να εκφέρει τις απόψεις του και να διαφωνεί με τους χειρισμούς μου/ή και ακόμη να παραγνωρίζει πως το υφιστάμενο αδιέξοδο οφείλεται στην αδιαλλαξία της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πλευράς». Αλλά, τόνισε, «αυτό που κατ’ ουδένα λόγο δεν αποδέχομαι είναι την αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των προσπαθειών μου για επανέναρξη ενός διαλόγου που μπορεί να μας οδηγήσει σε βιώσιμη λύση.
44 χρόνια μετά την εισβολή και μετά από δεκάδες κύκλους άκαρπων διαπραγματεύσεων, το ελάχιστο που οφείλουμε να πράξουμε είναι να προβληματιστούμε για το πώς αίρεται το αδιέξοδο. Για το πώς μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λύση που θα καθησυχάζει τις εύλογες ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων».
Είπε ότι η εύκολη λύση για τον ίδιο, αν άλλα είχε κατά νου, θα ήταν να εμπλακεί απροβλημάτιστα σε ένα ακόμη κύκλο διαπραγματεύσεων που θα κατέληγε σε ακόμη ένα ναυάγιο.
Ωστόσο ένας υπεύθυνος ηγέτης δεν λαμβάνει αποφάσεις είτε για να γίνει αρεστός είτε για να αποφύγει την κριτική, είπε. «Θα ήθελα να τονίσω πως κατανοώ απόλυτα τις ανησυχίες που εκφράζονται από διάφορες σχολές σκέψης, πλην όμως θα πρέπει όλοι να συνυπολογίσουμε τα αρνητικά τετελεσμένα που δημιουργεί ένα παρατεταμένο αδιέξοδο, αλλά και τους ορατούς κινδύνους από την επίτευξη μιας μη λειτουργικής λύσης που θα οδηγήσει σε εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα».
Για αυτό κάλεσε «τους ηγέτες των πολιτικών δυνάμεων, μέσα από ένα αδογμάτιστο και δημιουργικό διάλογο, να συνδιαμορφώσουμε κοινές θέσεις που θα μας επιτρέψουν να εμπλακούμε σε έναν νέο κύκλο συνομιλιών που θα μας οδηγήσει σε μια αποδεχτή και από τις δύο κοινότητες λύση».

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

X