ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Δεν παραπλάνησε κανένα υποστήριξε ο Μπουλούτας

Ολοκληρώνοντας την απολογία του στη δίκη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας

Τη θέση ότι το Δ.Σ. της τράπεζας στη συνεδρία του στις 29/11/2011 δεν είχε ενώπιον του κάποια τεκμηριωμένη μελέτη που να συνηγορούσε υπέρ της συμπερίληψης απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα στις οικονομικές καταστάσεις για την εννιαμηνιαία περίοδο του 2011, εξέφρασε σήμερα ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της πρώην Λαϊκής Τράπεζας στο πλαίσιο της απολογίας του ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

Κατά τη δεύτερη μέρα της αντεξέτασης του από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ο κ. Μπουλούτας απέρριψε την υποβολή ότι ο ίδιος γνώριζε ότι η μη συμπερίληψη απομείωσης των ελληνικών ομολόγων στους οικονομικούς λογαριασμούς της τράπεζας θα συνιστούσε παραβίαση των διεθνών λογιστικών προτύπων.

Ο κ. Μπουλούτας απέρριψε επίσης την υποβολή ότι παραπλάνησε το Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας και ότι ουδέποτε είχε τη σύμφωνη γνώμη των εξωτερικών ελεγκτών για τη μη συμπερίληψη της υπεραξίας στους οικονομικούς λογαριασμούς της τράπεζας κατά την επίδικη περίοδο. Όπως υποστήριξε, η ευθύνη κατάρτισης των οικονομικών αποτελεσμάτων της τράπεζας ανήκε στο Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ η ευθύνη επισκόπησης των οικονομικών καταστάσεων ανήκε στους εξωτερικούς ελεγκτές.

«Ήταν ένα θέμα Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν παραπλάνησα κανένα. Συζητήθηκαν διεξοδικά όλα τα θέματα. Για το συγκεκριμένο θέμα αναφέρθηκε ότι υπάρχει ο λογιστικός χειρισμός», είπε προσθέτοντας ότι η άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου «ήταν να γίνει ό,τι έγινε και στις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες και να μπουν εκτενείς αναφορές οι οποίες να υπολογίζουν τον κίνδυνο».

Απέρριψε επίσης την υποβολή ότι απέκρυψε από τη συνεδρία του ΔΣ στις 29/11/11 αλλά και σε προγενέστερο χρόνο ότι υπήρχε σημαντική απομείωση της υπεραξίας για τις εργασίες της τράπεζας στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι «δεν είχαμε καμία αξιόπιστη μελέτη, η οποία να προσδιορίζει με τρόπο που να είναι συμβατός με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα την οποιαδήποτε λογιστική εγγραφή».

Είπε ότι οι όροι του PSI Plus δεν είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή αποσαφηνιστεί «και κατά συνέπεια είχαμε αδυναμία εκτίμησης των αριθμών. Αυτό φάνηκε και από τη διάσταση των απόψεων της ίδιας της Οικονομικής Διευθύντριας του Ομίλου Αννίτας Φιλιππίδου».
«Ως Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε κάτι εάν προηγουμένως δεν το είχαμε τεκμηριώσει. Η άποψη του ΔΣ στη συνεδρία του στις 29/11/2011 ήταν να γίνει εγγραφή στο τέλος του χρόνου», πρόσθεσε.

Απαντώντας στην υποβολή ότι είχε την ευθύνη να μεριμνήσει ότι στις οικονομικές καταστάσεις του 9μηνου θα έπρεπε να είχε περιληφθεί η απομείωση της υπεραξίας των τραπεζικών εργασιών στην Ελλάδα σημαντικού μέρους, ο κ. Μπουλούτας είπε ότι «η ευθύνη συμπερίληψης στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ανήκει στο Διοικητικό Συμβούλιο. Οι λογαριασμοί παρουσιάστηκαν στη συνεδρία του Συμβουλίου και συζητήθηκαν ενδελεχώς από όλα τα μέλη του ΔΣ».

Ανέφερε ότι ο ίδιος είπε στο ΔΣ ότι σε περίπτωση που η τράπεζα θα συμμετείχε τελικά στο PSI «ενδεχομένως να προκύψει μια απομείωση το ποσό της οποίας δεν μπορούσε στη δεδομένη στιγμή να προσδιορίσει γι΄ αυτό και έδωσα ένα πολύ χονδρικό νούμερο».

Είπε ακόμη ότι είχε εισηγηθεί στο ΔΣ ότι δεν μπορούσε να μπει ένα ποσό από τη στιγμή που δεν υπήρχε μια τεκμηριωμένη μελέτη και άρα αυτό θα μπορούσε να γίνει στο τέλος του έτους από κάποιο σύμβουλο, ο οποίος να υπολογίσει με ακρίβεια αυτό το ποσό.
Το ΔΣ, πρόσθεσε, αφού άκουσε τις απόψεις πήρε μια απόφαση «αφού έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους», αναφέροντας ότι το Συμβούλιο «είχε πλήρη γνώση όλων των πιθανών αποφάσεων».

Απαντώντας σε άλλη υποβολή ότι η θέση της Οικονομικής Διευθύντριας του Ομίλου Αννίτας Φιλιππίδου ενώπιον του ΔΣ ήταν ότι οι λογαριασμοί χωρίς απομείωση ομολόγων και υπεραξίας δεν θα ήταν συμβατοί με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, ο κ. Μπουλούτας συμφώνησε με το πρώτο σκέλος της θέσης της κα. Φιλιππίδου σε σχέση με τα ομόλογα, ενώ διαφώνησε με το δεύτερο. «Ποτέ η κα. Φιλιππίδου δεν ανέφερε ότι εάν δεν συμπεριληφθεί η απομείωση της υπεραξίας τότε οι οικονομικές καταστάσεις δεν θα ήταν συμβατές μα τα διεθνή λογιστικά πρότυπα», ισχυρίστηκε.

«Δεν έχουμε κανένα έγγραφο ή τεκμήριο που να λέει ότι η μη συμπερίληψη απομείωσης υπεραξίας στις καταστάσεις θα συνιστούσε παραβίαση των διεθνών λογιστικών προτύπων», πρόσθεσε.

Ο κ. Μπουλούτας απέρριψε επίσης την υποβολή ότι η μη συμπερίληψη της απομείωσης υπεραξίας στις οικονομικές καταστάσεις του 9μηνου έγινε εσκεμμένα από τον ίδιο για να μην αποκαλυφθούν ζημιές στους οικονομικούς λογαριασμούς με στόχο να διατηρήσει τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου στην Τράπεζα.

Ο κ. Μπουλούτας απέρριψε την υποβολή καταθέτοντας ως τεκμήριο σχετικό διάγραμμα σύμφωνα με το οποίο, όπως εξήγησε, όταν στις 28 Φεβρουαρίου 2012 η τράπεζα είχε ανακοινώσει ζημιές από το κούρεμα ομολόγων και την απομείωσης της υπεραξίας η τιμή της μετοχή της τράπεζας τις επόμενες δύο μέρες κατέγραψε άνοδο της τάξης του 33%.

«Πιστεύω ότι έχουμε στοχευθεί ως εξιλαστήρια θύματα», είπε ο κ. Μπουλούτας στη γραπτή του κατάθεση, σημειώνοντας παράλληλα ότι «δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουμε και θέλω να δηλώσω αθώος».
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, ολοκληρώθηκε η ένορκη κατάθεση του κ. Μπουλούτα ο οποίος κατά την επόμενη δικάσιμο στις 16 Απριλίου θα παρουσιάσει, μέσω του δικηγόρου του, μάρτυρα υπεράσπισης από την Κεντρική Τράπεζα Ελλάδος.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι, εκτός από τον Ευθύμιος Μπουλούτα, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.

Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση

X
X